Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Κατάκοιτος μπρος στα κύματα περίμενε το θάνατο. Σκεφτότανε: «Μ' εγκαταλείψατε λοιπόν, Βασιληά Μάρκε, μένα που έσωσα την τιμή του τόπου σας; Όχι, το γνωρίζω, ωραίε θείε, ότι θα δίνατε την ζωή σας για τη δική μου. Αλλά τι μπορεί η αγάπη σας; Πρέπει να πεθάνω. Μολαταύτα είνε γλυκό πράγμα να βλέπη κάνεις τον ήλιο, και η καρδιά μου είναι τολμηρή ακόμη.

Αλλά, καθώς θα το δήτε πάρα κάτω, θα πάη με αισχρό θάνατο. Ο Βασιληάς διάταξε και του σέλλωσαν το άλογο, έζωσε το σπαθί του, και ολομόναχος, έφυγε από την πολιτεία. Καλπάζοντας, θυμήθηκε τη νύχτα όπου είχε πιάσει τον ανηψιό του: τι τρυφερότητα είχε δείξει τότε για τον Τριστάνο η Ιζόλδη η Ξανθή, με το φωτεινό πρόσωπο. Αν τους πιάση, ω! πώς θα τιμωρήση τα μεγάλα τους κρίματα!

Τ' έχεις, φλογέρα, και μου κλαίς και μου παραπονιέσαι; Μη προμαντεύης θάνατο, μη προμαντεύης χάρο; Μη μ' εμπεζέρισες κ' εσύ και θέλεις να μ' αφίσης; Ή μήνα της αγάπης μου το χωρισμό θυμάσαι Και κλαις και θες τον πόνο μου να μερασθής μ' εμένα;

Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.

Ο αγώνας αυτός που άρχισα δεν είταν τίποτε λιγότερο παρά μια πάλη με το θάνατο κι ο κατοπινός καιρός ένα ατέλειωτο συνάλλασμα μεταξύ της σκοτεινότερης απελπισιάς και της φωτεινότερης ελπίδας.

Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με τον θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ' εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ' έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται σ' ένα μύλο.

Ήξερε για τη συμφορά και για το θάνατο της θείας Ρουθ και γι’ αυτό φοβόταν να γυρίσει στο χωριό. Ζούσε με τις λίγες λιρέτες που είχε κερδίσει από τη μεσιτεία της αγοράς του κρασιού για λογαριασμό του Μιλέζου, δεν ήξερε όμως τι θα έκανε μετά.

Την άλλη μέρα, αφού βρήκαν μερικά φαγώσιμα, γλυστρώντας ανάμεσα στα χαλάσματα, αναστήλωσαν λιγάκι τις δυνάμεις των. Έπειτα βοηθήσανε μαζί με τους άλλους στο φρόντισμα εκείνων, που γλύτωσαν από το θάνατο. Μερικοί κάτοικοι, που τους είχαν βοηθήση, τους δώσαν ένα τόσο ωραίο δείπνο, όσο είναι δυνατό μέσα σε τέτοια καταστροφή.

Ηρακλείδες: Το δράμα αναφέρεται στην περίθαλψη των Ηρακλειδών στην Αττική κι αποτελεί ύμνο στην ανδρεία των Αργείων και των Αθηναίων ηρώων. Το επεισόδιο, όπου η Μακαρία παραδίδεται με τη θέλησή της στον θάνατο προς χάριν της κοινής σωτηρίας, εντείνει την τραγικότητα του δράματος. Η μετάφραση, σε στίχους Κ. Βάρναλη.

Τότε ο πραγματικός τυφλός έσκυψε επάνω στον ψεύτικο και τον ρώτησε μέσα από τα δόντια, χαμηλόφωνα: «Γιατί το έκανες αυτό, φαρισαίε;» «Επειδή έτσι μου άρεσε.» Ο Έφις χαμογελούσε. Ο τυφλός έβλεπε αυτό το χαμόγελο και εξοργιζόταν. Όλη η οργή του προς τον σύντροφό του τον κλέφτη στράφηκε προς τον καλό σύντροφο. «Δεν θέλω πια να πηγαίνω μαζί σου∙ καλύτερα να πέσω καταγής και να περιμένω το θάνατο.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν