Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Αλλά την στιγμήν εκείνην την διέκοψαν ξηρά πατήματα εγγύς, τακ- τακ, ως κτυπά θλιβερώς παράθυρον την νύκτα, κινούμενον υπό του ανέμου κανονικώς: τακ-τακ. Εστράφη και είδεν η Αρφανούλα τον θείον της, τον μπάρμπα Σταυρή: — Καλά που ήλθες! Τώρα κατάλαβα πως μας αγαπάς.
Πάντα τα άλλα του παλαιού εκείνου χρόνου ήσαν συγκεχυμένα εν τη διανοία αυτής, μόνον η ανάμνησις αύτη έμενε σαφής. Ηκροάσθη πάλιν. Τω όντι, ήτο η φωνή, η φωνή ης τον ήχον δεν είχε λησμονήσει. Οι δύο οδοιπόροι παρετήρησαν ότι είχε σταματήσει η νέα, και η προσοχή των εστράφη προς αυτήν. — Τι τρέχει; Μήπως θέλεις τίποτε, κόρη; είπεν ο ανήρ, ου είχεν αναγνωρίσει την φωνήν η Αϊμά.
Και θεωρούσα πάσαν παράκλησιν περιττήν πλέον, αφού κατέστρεψε το μέσον διά του οποίου την εταλάνιζεν ο βοσκός, εστράφη προς το χωρίον, συγκεκινημένη αλλ' ήσυχος διά το μέλλον. . « Ο Γιάννος πάει 'ς τα βουνά κ' η Μάρω πάει 'ς τους κάμπους ». — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . .
Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.
— Μπορεί να κάμω ως μισήν ώρα, του είπεν ο καπετάν Γεωργάκης· περίμενέ με. Εβάδισε με κόπον, ίσως διότι ήτο αιμωδιασμένος από την καβάλλα. Είτα πάλιν εστράφη προς τον ημιονηλάτην: — Αλήθεια, ξέχασα· φέρε τη λειτουργία, το κηρί, και το λιβάνι, απάνω, στον πάτερ-Γερεμία. Ο άνθρωπος υπήκουσεν.
O Άρπαγος λοιπόν, ως ήκουσε ταύτα, προσεκύνησε και επέστρεψεν εις την οικίαν του μακαρίζων εαυτόν εν τω βάθει της καρδίας του ότι το σφάλμα του εστράφη εις καλόν και ότι επί χρησταίς ελπίδες τον προσεκάλουν να δειπνήση. Συγχρόνως δε διηγήθη όλος περιχαρής τα συμβάντα της ημέρας εις την γυναίκα του.
Τότε ο Μανώλης εστράφη και είδε κάτι τι, το οποίον διά μιας εψύχρανε το πολεμικόν του μένος. Από μικρόν παράθυρον είχε προβάλη η κάννη καριοφιλιού διευθυνομένη κατ' επάνω του. Και ηναγκάσθη να υποχωρήση, ενώ ο Τερερές του εφώναζεν από το παράθυρον: — Πού πας, μωρέ; Δε θα τη σπάσης την πόρτα; Φχιου, Πατούχα, φχιου!
Ο Ντάνας είπε· — Κ' είδατε πως κατέβαινε, σαν καμαρωμένη νύφη. Κη τώρα ζαλίστηκε το πηδί· δεν πειράζει, περαστικά νάνε. Όταν συνήλθεν ο Στάθης, έκαμε τον σταυρόν του, εστράφη προς τους άνδρας, και είπε· — Τώρα, την Ψαρή την έταξα ασημένια στην Παναγία, και θα την δώσω. Μα, ως τόσο, ένα κατσικάκι, που μου βρίσκεται ακόμη απ' τα πρώτα γεννητούρια, αξίζετε, θα σας το θυσιάσω.
— Πας, πουλάκι μ', ν' πης τ' παπά σ', να πάρη το πετραχήλι του, νάρθη εδώ;... Να πάρη, πες, και το ευχολόγιο μαζύ του... ξορκισμούς πρέπει να διαβάση. Η μικρή δεν επερίμενε να επικυρώση την διαταγήν η διδασκάλισσα. Πάραυτα έτρεξε προς την θύραν. Η Ευανθία, ως ναρκωμένη, δεν είπε τίποτε. Μόνον όταν η παιδίσκη εξήλθεν, εστράφη προς την γερόντισσαν και της είπε·
Οι ρώθωνες του Μανώλη διεστάλησαν από πνοήν οργής και το βλέμμα του εστράφη άγριον προς την εστίαν όπου εστέκετο ο εχθρός. Προς στιγμήν εσκέφθη ν' αφήση τον χορόν και να τον αρπάση από τον λαιμόν. Αλλ' έπειτα του εφάνη απαραίτητον να δώση μίαν διά στίχου απάντησιν, διά να δείξη ότι δεν ήτο ζώον, ως ήθελε να τον παραστήση ο Τερερές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν