United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εξαδέλφη πλέον ή άπαξ με εκύταξε σαρκαστικώς, εγώ όμως το αψήφησα όλως διόλου. Η ομιλία εστράφη εις την διασκέδασιν του χορού. — Και αν το πάθος τούτο είναι ελάττωμα, είπεν η Καρολίνα, σας ομολογώ ευχαρίστως ότι δι' εμέ δεν υπάρχει ανώτερον του χορού. Και όταν έχω κάτι που με στενοχωρεί και παίζω διά τον εαυτόν μου εις το ξεκουρδισμένον κλειδοκύμβαλόν μου μια καδρίλια μου περνούν όλα.

Ο Νέρων εστράφη προς το μέρος, όπου, επί κεφαλής της φρουράς του, ίστατο ο άγριος Σούβριος Φλάβιος, όστις, μέχρι τούδε, ήτο αφωσιωμένος εις αυτόν ψυχή τε και σώματι. Και είδε πράγμα ανήκουστον. Το σκυθρωπόν πρόσωπον του γηραιού χιλιάρχου είχε πληρωθή δακρύων, και με την υψωμένην χείρα του έκαμε το σημείον της χάριτος. Εν τούτοις η λύσσα εκυρίευσε το πλήθος.

Ότε κατήλθεν εις την αυλήν, εστράφη προς τα αριστερά, ως να μη είξευρεν ότι η πύλη έκειτο προς τα δεξιά, και φθάσας παρά τινα γωνίαν του περιβόλου, έβλεπεν επιμόνως κάτω. Εφαίνετο ότι κατώπτευε τα θέμεθλα της οικοδομής. Αλλά μετ' ολίγον φοβηθείς μήπως παρατηρηθή παρά τινος των καλογραιών, ή μήπως επιπληχθή και παρ' αυτής της Βεάτης, μετέβαλε διεύθυνσιν, και απήλθεν εις την πύλην.

Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανώλης· καλλίτερα είχα να μου έδινες τα παληά τα τσαρούχια σου. Ο Γιάννης της Χρυσάφους, κύψας, έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα, και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανώλην. — Πάρ' τα, κουμπάρε! Τα απέθηκεν επί της τραπέζης, και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθη.

Αλλ' ήδη εισήρχοντο εις το χωριό και ο Θωμάς εστράφη κ' εφώναξε προς τον Σαϊτονικολήν: — Ακούς, σύντεκνε Νικολή, είντα διαλαλιούνε;

Τις οίδεν αν δεν επώλησε το ήμισυ της καρδάρας, της προορισμένης διά τον κολλήγαν, αντί ημισείας δωδεκάδος ιχθυδίων παστών; Ο βοσκός ολίγα μόνον βήματα έτρεξεν επί της μεγάλης οδού και είτα εστράφη προς τα αριστερά και εχώθη εν μέσω συστάδος θάμνων. Δεν ήτο μωρός αυτός να υπάγη εις το Κάστρον διά της μεγάλης οδού, την οποίαν είχε δείξει αρτίως εις τους κλέπτας.

Πρωτοπαλλήκαρον αυτού υπήρξεν ο Λαμπέτης εκ Βουνιχώρας. Έν τινι δε συμπλοκή θανατηφόρως πληγωθείς ο Αστραπόγιαννος, εστράφη προς τον πιστόν τούτον συναγωνιστήν και εξητήσατο παρ' αυτού να αποκόψη την κεφαλήν και απαλλάξη αυτήν από των ύβρεων των πολεμίων.

Ο νυκτερινός αναρριχητής εθορυβήθη πλειότερον εκ της υλακής ταύτης ή εκ του ήχου των κωδώνων. Εστράφη εξ αυτομάτου προς το μέρος όθεν ήρχετο ο γρυσμός του κυνός. Μετ' αυτόν επηκολούθησε και δευτέρα υλακή, και είτα τρίτη. Ο ικριοπηγός, περίφοβος, ητένιζε προς το μέρος εκείνο, προσπαθών να διακρίνη πού ήτο ο κύων. Αλλ' ουδέν έβλεπε μεταξύ των θάμνων.

Η Βεάτη παρεκάλει τον ουρανόν, ή εν ελλείψει αυτού την γην και τας υποχθονίους θεότητας, να τυφλώσωσι τα όμματα της Σιξτίνης, να αναπετάσωσι πυκνόν πέπλον προ των οφθαλμών αυτής, όπως μη δυνηθή να την ίδη. Ευτυχώς θαύμα συνέβη. Η Σιξτίνα εστράφη μεν, αλλ' ουδέν είδεν.