United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξαφνα εστράφη προς εμέ και μία ισχνή, υποτρέμουσα και διακοπτομένη φωνή μου είπεν: — Έχει πολύ δίκιο ο κύριος... αν μου επιτρέπετε να λάβω μέρος εις την ομιλίαν σας. Το ζήτημα των δένδρων είνε σπουδαιότατον· πάσα συγκατάβασις, πάσα επιείκια αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητος, διότι τα δένδρα εγκλείουν την ψυχήν του κόσμου.

Από της περιπαθούς ψυχής της, ουδέν αι λευκαί οπτασίαι και αι αγγελικαί φωναί ηδυνήθησαν να εξώσωσι την αγωνίαν την οποίαν ησθάνετο εις την επίμονον σκέψιν, «Ήραν τον Κύριόν μου εκ του μνημείου, και ουκ οίδα πού έθηκαν Αυτόν». Μεθ' όλης της ψυχής της απερροφημένης εις την σκέψιν ταύτην, εστράφη, και ιδού, ο Ιησούς Αυτός ίστατο παρ' αυτήν. Ήτο ο Ιησούς, αλλ' όχι όπως τον είχε γνωρίσει.

Όταν έμαθεν περί τίνος επρόκειτο επεδοκίμασε τον Τετράρχην. Δεν έπρεπεν έλεγε να ενοχληθούν διόλου διά τοιαύτας ανοησίας, και εξεκαρδίζετο να γελά δια τας μομφάς των ιερέων και την οργήν του Ιωχανάν. Η Ηρωδιάς επί του κατωφλίου εστράφη προς αυτόν. — Έχεις λάθος, αυθέντα μου. Παροτρύνει τον λαόν, να μη πληρώση τους φόρους. — «Αληθινάηρώτησε παρευθύς ο Τελώνης. Όλοι απήντησαν καταφατικώς.

Λαβών πληροφορίας περί τούτων, εστράφη προς τον Λακρίνη και τω απεκρίθη· «Δεν φοβούμαι παντάπασι τους ανθρώπους τούτους οίτινες έχουσιν εν τω μέσω της πόλεως των πλατείαν εν τη οποία συνερχόμενοι απατώσιν αλλήλους διά ψευδών όρκων.

Δεν του έδωσα χρήματα ή μάλλον του έδωσα κατά διάνοιαν και με όλην την ενδόμυχον καλήν θέλησιν, και τούτο έπρεπε να είνε αρκετόν, εάν ήτο αληθής φιλόσοφος. Ο Πετρώνιος εστράφη προς τον Βινίκιον: — Μέτρησέ του πέντε χιλιάδες σεστέρτια, αλλά κατά διάνοιαν και ενδομύχως.

Άνε με ξαναδής στο σπίτι σας να μου φτύξης! εστράφη και είπε μεγαλοφώνως ο Μανώλης. Ακούς; να μου φτύξης! Και προχώρησε βαδίζων ασκόπως, αλλά με σπουδήν. Δεν ηδύνατο να εννοήση τίποτε εξ όλων των γενομένων. Δεν ηδύνατο προ πάντων να εννοήση τι άνθρωποι ήσαν αυτοί, υιός και πατέρας. Ακατανόητοι και δαιμονισμένοι άνθρωποι. Ήθελαν να τον κάμουν γαμβρόν και έπειτα τον μετεχειρίζοντο ως εχθρόν.

Πώς θα μοιρασθήτε τας κλίνας; είπε μειδιών ο γέρων, ενώ η αδελφή του έρριπτε περί εαυτήν το βλέμμα διά να ίδη μη λείπη ή μη ελησμονήθη τι. — Θα ρίψωμεν κλήρον, απεκρίθην γελών. Άλλως δε και αι δύο φαίνονται εξαίρετοι και δεν θα μαλλώσωμεν με τον Νίκον. Άμα επρόφερα το όνομα του εξαδέλφου μου, η Κυρία Σοφία εστράφη διά μιας προς αυτόν.

Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το παρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση. —Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. Αλλά πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς μετάληψιν, δεν είμαι άξιος!... «Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος!...» Εγώ άξιος δεν είμαι! Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ' αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον είδον.

Προς τούτους ιδίως εστράφη και είπεν αυτοίς, «Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλωνΌτε ήμην καθ' ημέραν μεθ' υμών εν τω Ιερώ δεν ήρατε χείρας εναντίον Μου. Αλλ' αύτη είνε η ώρα σας, και η κακή άδεια του σκότους. Οι τελευταίοι ούτοι λόγοι απέσβησαν και την υστάτην ακτίνα της ελπίδος εις πνεύματα των οπαδών Του.

Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν·Έκοψες λουλούδια; — Έκοψα. — Πού είνε; Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει. — Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα. — Δεν θέλω. — Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα. Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής.