Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του.
Ο Βεζύρης του Βασιλέως που ευρίσκετο παρών τον εσήκωσε, και του είπε· μη φοβάσαι, καλέ άνθρωπε, πλησίασε εις τον Βασιλέα, και φίλησέ του την ποδιά. Ο Κουλούφ τρεμάμενος και έκθαμβος, επλησίασεν εις τους πόδας του Βασιλέως, και του εφίλησε την ποδιά.
Ο Χεδέρ καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω πολλά καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην είναι αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν πλέον, αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι, εσήκωσε τους οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν σύννεφον επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει.
Και έτσι λέγοντας επήρε την Φαρουχνάζ από το χέρι μαζή με την βάγια της, και την έφερε εις το παλάτι. Η Γουλνάζε ήρχονταν εις συναπάντησίν τους, και όταν είδε την βασιλοπούλαν έπεσεν εις τους πόδας της. Μα η Φαρουχνάζ την εσήκωσε και τρυφερά την αγκάλιασε· ωραία Γουλνάζε, της είπεν, έχω όλην την ευχαρίστησιν, που ο γενναίος Σειρμώγ σε ελευθέρωσε κατά το χρέος του.
— Και λένε, τάχα — Χριστός κοντά μας! — ο μαβρο-Λιάκας ξεβρυκολάκιασε, ακούς, γιατί τον είχαν ζωντανό θαμένον. Κι αφτός, λέει, εβγήκε από την Κατουγής στον Απανωκόσμο, κ' επήγε κ' έπνιξε στον ύπνο τον παπά. Κι αφτός εσήκωσε το νου της άμοιρης γυναίκας του, που επήρε τα βουνά, και τρέχει το χωριό τόρα ανάστατο πίσω της, να την πιάσουν, μην πέση πουθενά και γκρεμιστή και γίνη το κακό μεγάλο...
'Σάν νάνε στοιχειωμένος, Κι' ορθό βαστάει το μέτωπο, 'περήφανο, αγριεμένο Το Μεσολόγγι το μικρό, κ' εκείνο στοιχειωμένο, Ατάραχο 'ςτά Τούρκικα τα κύματα βαστιέται. Χουμάει τ' ασκέρι απάνω του, τσακίζεται, σκορπιέται. Χούμησε ως τώρα τρεις φοραίς, και πάλι τώρα, πάλι Για να χουμήση εσήκωσε ολόρθο το κεφάλι. Είνε πασάδες τώρα δυο κι αμέτρητα τ' ασκέρια. Ο Ιμβαήμ κι ο Κιουταχής.
Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν και την δίψαν.
Και τι δεν είχαμε! Ως και σαλάχια εσήκωσε το παραγάδι μας. Ένα δεν το κατάφερε καλά ο Καπτάν- Μιχάλης στο ξαγγύστρωμα. Του την κάρφωσε στο χέρι τη φαρμακερή του ουρά, και τον πονούσε ύστερα δυο μέρες. ...Αχάραγο ακόμα, κάτω από την πρωινή δροσούλα, με την πρωινή μαντολινάτα μας, εψάλαμε της κονταβγής τη χάρη. Εγυρίζαμε ολόχαροι, εφτυχισμένοι απ το κυνήγι στην πανώρια Τίκλα μας.
« Κι' αμέσως ο πανάθλιος » Με δακρυσμένο 'μάτι » Εσήκωσε τα χέρια του «'Σ τον ουρανό και λέγει: » Θεέ! ... Μεγαλοδύναμε! ... » Ποιος άνθρωπος δεν φταίγει; » Να με σχωρέσης, ένανε » Φρικτό σου 'παναστάτη.»
Ο Κατής έστειλεν ευθύς τον Αναΐππην του, και εσήκωσε την Δηλαράν και την έφερεν έμπροσθέν του, ο οποίος, ευθύς που την είδε να έλθη, την ερώτησεν ανίσως και επιθυμούσε να έβγη από το σπήτι του Μουζαφέρ, και ανίσως και έκλινε περισσότερον προς τον Χουλάν, ή εις τον πρώτον της άνδρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν