United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσήκωσε το προσκέφαλόν και βλέπει ότι η θέσις ήτο κενή. Το πορτοφόλιον έλειπεν. Ανεσήκωσε την προσκεφαλάδαν ή μαξιλάραν, την υποκάτωθεν. Έψαξε τα σινδόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιον είχε γείνει άφαντον. Κρύος ιδρώς τον περιέχυσε, και βηξ αγωνίας τον έπνιξε. — Μάννα μου! μάννα!

Πώς εθαύμαζε και πώς εζήλευεν, όταν ήτο στο χωριό, εκείνους πούφθαναν κέπαιζαν την καμπάνα! Κάποτε τον εσήκωσε κιαυτόν ο πατέρας του και τον εβοήθησε να κτυπήση το σείστρο. Τι χαρά που πήρε και τι φόβο συγχρόνως, όταν ήκουσε τον ήχο που έκαμε με το χέρι του!

ΑΓΟΡ. Είνε τόσον κατσουφιασμένος και άγριος, ώστε φοβούμαι να μη με γαυγίση ή και να με δαγκάση, αν πλησιάσω. Δεν βλέπεις πως εσήκωσε το ραβδί και συνεφρυώθη και κυτάζει κατά τρόπον άγριον και απειλητικόν; ΕΡΜ. Μη φοβάσαι• είνε ημερωμένος. ΑΓΟΡ. Δεν μου λες, καλέ μου άνθρωπε, από πού είσαι; ΔΙΟΓΕΝΗΣ. Απ' όπου θέλεις. ΑΓΟΡ. Τι εννοείς; ΔίΟΓ. Έχεις ενώπιόν σου ένα πολίτην του κόσμου.

Και τώρα ήκουε να λέγουν ότι ήτο τόσον ωραίον! Τώρα έως και τα δένδρα εκρεμούσαν τα κλαδιά των εις το νερόν διά να το βλέπουν. Ετίναξε τα πτερά τον, εσήκωσε τον λαιμόν του και εφώναξε χαρούμενον από τα βάθη της καρδίας του: Πού να ονειρειθώ τόσην ευτυχίαν όταν ήμουν ασχημόπαπον! Έξω από την πόλιν, επάνω εις τον μεγάλον δρόμον, ήτο μία οικία εξοχική.