United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια εσήκωσε τους ώμους της κ' εζάρωσε τα χείλια με φανερή δυσπιστία, άλλη κάτι εμουρμούρισε και άλλη πάλι εστεκώτανε μπροστά του με σταυρωμένα χέρια σαν νάλεγε — «δεν το κουνώ από δω, α δε λάβω τον παρά μουΕίδε αυτά όλα ο ναύτης και υποσχέθηκε να πουλήση ό,τι κι' αν είχε να της ξεπλερώση, να ελαφρωθή από το βάρος.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ω, έλα, Γλάμη ένδοξε και Καουδώρ μεγάλε, ω έλα, μεγαλείτερε ακόμη κι' απ' τα δύο κατά τον τελευταίον των χαιρετισμόν εκείνον! Το γράμμα σου μ' εσήκωσε απ' το παρόν, και τώρα το μέλλον προαισθάνομαι! ΜΑΚΒΕΘ Αγάπη μου, απόψε ο βασιλεύς έρχετ' εδώ. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Πότε θ' αναχωρήση; ΜΑΚΒΕΘ Καθώς σκοπεύει, αύριον. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Δεν θα ιδή ο ήλιος αυτό το αύριον ποτέ!

Και οι μεν εν τη Σικελία αυτά έκαμναν. Ο δε Δημοσθένης, άμα συνέλεξε τας επικουρίας, τας οποίας ώφειλε να φέρη εις την Σικελίαν, εσήκωσε τας αγκύρας από την Αίγιναν, έπλευσε προς την Πελοπόννησον και ηνώθη με τον Χαρικλέα και τα τριάκοντα πλοία των Αθηναίων. Και παραλαβόντες οπλίτας τινάς Αργείους έπλευσαν προς την Λακωνικήν.

Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και μας έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ δεν είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν· εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του θαυμασμού εφώναξα.

Εις εκείνο το αναμεταξύ έφθασαν οι αετοί εις τον λάκκον, και καθένας έλαβεν ένα κομμάτι κρέας από όσα ήσαν εκεί και ένας από τους μεγαλυτέρους με εσήκωσε μαζί με το κομμάτι το κρέας και με έφερεν εις την φωλεάν του. Οι κυνηγοί εκείνοι έδραμον και με τας φωνάς των εφόβισαν τους αετούς, και έφυγαν.

Με έν πήδημα ο Λιγιεύς έφθασε το ζώον και το συνέλαβεν από τα κέρατα. — Κύτταξε, έκραξεν ο Πετρώνιος, αφαιρέσας την τήβεννον από την κεφαλήν του Βινικίου. Ούτος ηγέρθη, εσήκωσε το πελιδνόν πρόσωπόν του και ήρχισε να παρατηρή την κονίστραν με τους υελώδεις και απλανείς οφθαλμούς του. Όλων τα στήθη δεν είχον πλέον πνοήν. Εις το αμφιθέατρον και το πτερύγισμα μυίας θα ήτο ακουστόν.

Τούτο δε συμβαίνει εις όλους σχεδόν τους Μήδους, όταν αφιππεύουν βαδίζουν, ως να πατούν επί ακανθών, ακροποδητί. Διά τούτο όταν έπεσε κάτω και δεν ήθελε κατ' ουδένα τρόπον να σηκωθή, ο Ερμής τον εσήκωσε και τον έφερε μέχρι της αποβάθρας, εγώ δε εγελούσα.

Εγώ ούτε είμαι ούτε θα γίνω τέτοιος, και αν ήτο να σε ξεθυμώσω με αυτό. Τι αφορμήν του έδωκες; ΟΣΒ. Ποτέ, ποτέ, καμμίαν. Δεν μ' εκαλοκατάλαβε προχθές ο κύριός του, ο βασιλεύς, κ' εσήκωσε το χέρι να με δείρη· κι αμέσως τούτος, πρόθυμος να δείξη κολακείαν, ήλθ' απ' οπίσω μου κρυφά και μ' έκαμε να πέσω, κι άμα με είδε καταγής, με ταις φωναίς αρχίζει να κάμνη τον παλληκαρά.

Λες κ' είχε χέρια ο Αράπης κ' έπιασε γερά την σκούνα και την εσήκωσε σαν μάννα του. Εσηκώθηκε αμέσως και ο καπετάν Φώκας. Όλοι εκάμαμε τον σταυρό μας. Άρχιζε τότες και να μολυβίζη. Εχάραζε και εβλέπαμε της στεριαίς. — Γεια σου Παπαδράκο! φωνάξαμε όλοι, που τον εβλασφημούσαμε προτήτερα. Τα πρωί εξημερώσαμε ανοιχτά από την Σκύρο. Ανασάναμεν. Εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα.

Δεν είνε πολύς καιρός που αυτός ήτον κυβερνήτης ετούτης της χώρας· μα διά κάποια σκάνδαλα που έτρεξαν ανάμεσα εις αυτόν και τον Κατή, ο Καλίφης του εσήκωσε την αξίαν με το να έδωσε πίστιν περισσότερον εις του Κατή τα λόγια.