Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Όπως υπάρχουν, ή όπως δεν υπάρχουν; — Όπως υπάρχουν. — Διότι βέβαια, αν ενθυμείσαι, Κτήσιππε, απεδείξαμεν και προηγουμένως ότι κανείς δεν λέγει ένα πράγμα που δεν υπάρχει· δεν ευρέθηκε ποτέ κανείς να κάμνη λόγον διά το τίποτε. — Και τι έχει να κάμη; είπεν ο Κτήσιππος· μήπως δι' αυτό αντιλέγομεν ολιγώτερον εγώ και συ: — Αλλά θα αντιλέγαμεν αρά γε, αν εκάμναμεν και οι δύο μας λόγον περί του αυτού πράγματος; ή θα ελέγαμεν απεναντίας τα αυτά πράγματα; — Τα αυτά. — Αλλά μήπως θα αντιλέγαμεν, όταν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος λέγωμεν το πράγμα όπως είναι; ή μάλλον, εν τοιαύτη περιπτώσει, κανείς από τους δύο μας δεν θα έκαμνε λόγον περί αυτού του πράγματος; — Δεν θα έκαμνε. — Αλλ' αρά γε, όταν εγώ μεν λέγω ένα πράγμα όπως είναι, συ δε ομιλείς περί άλλου πράγματος, μήπως αντιλέγομεν τάχα τότε; ή δεν είναι μάλλον αληθές, ότι εγώ μεν ομιλώ περί εκείνου του πράγματος, συ δε ούτε καν λόγον κάμεις περί αυτού; και εν τοιαύτη περιπτώσει πώς θα ήτο δυνατόν να αντιλέγωμεν;
'Σ ταγέρι κρεμασμένα Ωσάν καντήλια τ' ουρανού, αποβραδής δύο φώτα Εφάνηκαν 'ς τη σκοτεινιά... Κάνεις δεν τάχε ανάψη... Κ' ένας που επέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης, Κ' είδε το θάμμα κ' έδραμε, 'ς τη λάμψη δύο κεφάλια Ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά... Τώνα του Παπαγιάννη Και τάλλο του Δεσπότη του. — Γονατιστός εμπρός τους Έμειν' ο γέρος κ' έκλαψε... Τους έρριξε τρισάγιο, Τα φίλησε 'ς το μέτωπο και με το δοκανίκι Έσκαψε λάκκο κ' έθαψε τ' αχώριστα τ' αδέρφια.
Και λάβε υπ' όψιν σου, καλέ Θεόδωρε, ότι πιθανόν να θελήση κανείς από τους οπαδούς του Πρωταγόρα ή συ ο ίδιος ακόμη να αντιλέξης, ότι διόλου δεν νομίζει ο ένας τον άλλον ότι είναι αμαθής και έχει ψευδή γνώμην. Θεόδωρος. Ναι αλλά αυτό κανείς δεν θα το παραδεχθή, καλέ Σωκράτη. Σωκράτης.
Εγώ, έλεγε μόνος του, έχω τους πρώτους τραγουδιστάδες που είναι, μα οι φωνές που ακούω εις τούτους μού τους υπερβαίνουν κατά πολλά, και θαυμάζω πώς ένας απλούς άνθρωπος και χωρίς καμμίαν αξίαν να υπερέβη έτσι και τους ιδίους βασιλείς εις την μεγαλοπρέπειαν.
Και έριξε στον άρρωστο ένα ασημένιο νόμισμα. Τότε άρχισε ένας συναγωνισμός ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα στον καταδικασμένο να πεθάνει σύντομα. Τα νομίσματα έπεφταν βροχή πάνω στο δισάκι του έτσι που ο σύντροφος του ΄Εφις κιτρίνισε από το κακό του και η φωνή του έτρεμε από ζήλια. Το μεσημέρι αρνήθηκε να φάει, έπειτα σώπασε και φάνηκε να μελετάει κάτι σκοτεινό.
Εις μίαν γωνίαν ήναπτον πυράν, θέτοντες άνωθεν υψηλής πυροστιάς μεγάλον λέβητα, πλήρη νερού· άλλοι εκαθάριζον οξείας αρπάγας, άλλοι εκομβόδεναν σχοινιά κ' ένας βλοσσυρός και δασύτριχος χωρικός ηκόνιζε θορυβωδώς επί του μασακίου του χονδράν μάχαιραν.
Τα μάτια του και τα δόντια του άστραφταν στο φως του δειλινού και το πρόσωπό του έγινε άγριο. «Πες μου, δεν ντρέπεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα, αρπάζοντάς του τα μπράτσα και καρφώνοντάς τον μες στα μάτια. Και ο Έφις ένοιωσε εκείνο το βλέμμα να του καίει τις κόρες των ματιών. Ένας βρόντος ήχησε μέσα στ’ αυτιά του. «Δεν ντρέπεσαι; Άθλιε, εσύ!
Το βράδυ ένας βίαιος παροξυσμός της αρρώστιας του τον εξουθένωσε: ο πόνος τού πήρε τη μιλιά και την ακοή, είδε όμως τον ντον Πρέντου να κοιτάζει τη Νοέμι με δυσαρέσκεια, επειδή ο γάμος είχε οριστεί για την άλλη μέρα και εάν εκείνος πέθαινε θα έφερνε γρουσουζιά στους παντρεμένους ή θα τους ανάγκαζε να αναβάλουν για μιαν άλλη μέρα το γάμο.
Κατόπι σφάζει τους αξαδέρφους του, και μαζί τους φυσικά το Δαλμάτιο και τον Αννιβαλιανό, κ' έτσι παίρνει μέσα στο Κράτος του τις Ελληνικές και της Αρμενικές χώρες. Έμνησκαν τα δυο του αδέρφια στη Δύση, Κωσταντίνος και Κώστας. Όχι πολύ καλλίτεροι μηδ' αυτοί, αφού ο ένας τους, ο Κωσταντίνος, δεν άργησε να κατεβή από τη Γαλατία με σκοπό να θανατώση τον Κώστα και ν' αρπάξη την Ιταλία.
Αλλά όντας καλός Μουσουλμάνος και φοβούμενος τον Θεόν έκαμε πρώτον το προσκύνημά του· έπειτα έρριξε τα δίκτυα και σέρνοντάς τα, αγροικούσε μεγάλον βάρος, νομίζοντας ότι έκαμε καλήν επιτυχίαν· όταν τα έβγαλεν έξω τέλος πάντων, ευρίσκει ένα αγγείον βουλλωμένον· όθεν τρόπον τινά παρηγορήθη, ελπίζοντας ότι θα εύρη μέσα κανένα πολύτιμον πράγμα· τότε στοχαζόμενος καταλεπτώς την βούλλαν εις το στόμα του αγγείου βλέπει εις μολύβιν τυπωμένην την Πενταλφάν του Σολομώντος· και με το μαχαίρι του βγάζοντας την μολυβένιαν βούλλαν διά να ιδή τι έχει μέσα βλέπει ευθύς και βγαίνει ένας καπνός με μεγάλην ταραχήν και δυσωδίαν, εις τόσον που εβιάσθη να απομακρυνθή ολίγον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν