Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, 185 κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων. απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις, 'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση. εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω κ' επήγετον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· 190 «Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα; ο άμοιρος! και φαίνεταιτην όψι βασιλέας. αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, 195 όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι».

Αλλ' ό,τ' ειπώθη ας γίνη ευθύς, ενόσω ακόμη τα πνεύματ' είν' ερεθισμένα, μήπως άλλη μας τύχη συμφορά, 'πού δύναται να φέρη δόλος ή πλάνη.

Η Μιλάχρω μετά της κόρης επήγαιναν νύκτα-νύκτα εις το αμπέλι να συνάξουν λάχανα και να ξεσκάσουν μετά την άρνησιν πάλιν του «στερημένου», όστις έχων τα βιολιά όλην την ημέραν εχόρευεν εις το καφενείον του μόνος του, διότι οι φίλοι του ήρχισαν να τον εγκαταλείπουν διά την διαγωγήν του αυτήν και να τον ειρωνεύωνται. — Το προικιό σ' είν' αυτό, Στεφανάκη;

Οι εχθροί ημών, οι μοχθηροί και κακότροποι μισέλληνες μας επετίμησαν, είν' αληθές, και μας εκακολόγησαν, μας επροπηλάκισαν πολλάκις και μας εξηυτέλισαν, αλλ' η μάστιξ των λόγων αυτών παρήγαγεν επί της νωθράς και πλαδαράς ημών σαρκός οίον παράγει αποτέλεσμα η υπό της θεραπευτικής παραγγελλομένη ενίοτε μαστίγωσις των εξηντλημένων γεροντίων.

ΑΓ. ΔΗΜ. Καθώς το λάδι μαλακό τα λόγια σου στον πόνο μου επάνω, καλέ μου! Όταν μάθης πεια το φόνο μου, πρόσφερε και συ το σώμα σου στον Κύριο παλληκαρίσια προκαλώντας το μαρτύριο. ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. Και η αγαπημένη μου Λωίς, τι θε να γίνη; Συ μας εστεφάνωσες. Σαν τώρα Μου φαίνεται πως είν' εκείνη η ώρα, όταν ο ταπεινός Επίσκοπος Γοργίας μας ένωσε σε γάμο παρθενίας.

Αυτός είν' ένας επιπόλαιος· είπε· ένας αγράμματος... Αυτό μας έμεινε, να μας δείξουν οι ξένοι το σπίτι μας!... Εγώ το είπα, το λέω και θαν το λέω ως που να πεθάνω· μόνον ένας Ευμορφόπουλος μπορεί να γράψη για τέτοιο ζήτημα... Ο Δημητράκης φουρκίστηκε· τούρριξε άγριες ματιές κ' ήταν έτοιμος να λογοπιαστή. — Σσ... του σφύριξε η Ελπίδα στ' αφτί ανασηκώνοντας τους ώμους της.

Ώχ! κακορροίζικος εγώ! τι ξύλο που μου πρέπει! με μια γυναίκα να μπλεχθώ απάνω στα γεράματα, να πάθω τέτοια πράματα! γιατί αυτή κάτι καλό δεν βγήκε να μου φτιάση. . . Εν τούτοις μ' έσφιξε η κοιλιά κ' είνε καιρός ν' αδειάση. ΑΝΗΡ Τις ει!. . . Δεν είν' ο Βλέπυρος που είν' εκεί στο βάθος; μα το θεό, ο γείτονας. . . αυτός. . . δεν κάνω λάθος.

Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα, μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη, έστεκε ανάμερα πολύ• την χόλιαζεν η νίκη, 'πουτα καράβια νίκησατην κρίσι των αρμάτων 545 του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει, και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη. για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει! αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα, τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα 550 τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. «Αίαντα Τελαμώνιετου 'πα γλυκομιλώνταςουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης, 'πώχειςεμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα; Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. 555 πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα. κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας, 'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος, ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. 560 αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης, και την οργή σου δάμασετο στήθος το γενναίο».

Έλα, ω θάνατε, λοιπόν! το θέλει η Ιουλιέτα. Ψυχή μου, έλαλέγε μου. Δεν είν' ακόμη 'μέρα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! είναι 'μέρα! μην αργής· φύγ' απ' εδώ αμέσως. Κορυδαλός είναι αυτός οπού βραχνά φωνάζει και μ' άγριον κελάδημα ξεσχίζει τον αέρα! Το λάλημά του διατί αρμονικόν το λέγουν; Αφού μας φέρνει χωρισμόν, αρμονικόν δεν είναι.

Για πού, αν θέλη ο Θεός, πάτερ Κύριλλε; αρώτησεν ο 'γούμενος. — Πάω κομμάτι στου Γιώργη, αποκρίθηκεν ο παππάς με μια φωνούλα, σαν μικρού παιδιού. — Στο καλό, είπε δυνατά ο 'γούμενος και χαμηλά, επρόσθεσε. — Είν' ένας χάχας ο κακόμοιρος! Την ίδια στιγμή εφάνηκε ο παππά Νεκτάριος, μεγαλόσωμος γέρος, λίγο χοντρός, με ιλαρό, ευχάριστο πρόσωπο και με περπάτημα βαρύ, παρακυλιστό σαν του κύκνου.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν