United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Αυτά κι' αυτά, που σήμερα οι νέοι σαλιαρίζουν, αδειάζουν της παλαίστρες μας και τα λουτρά γεμίζουν. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Ω, σε πολλά• και ο Πηλεύς , γιατ' ήταν μυαλωμένος, επήρε ξίφος. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ξίφος, αι; ωχ! ο δυστυχισμένος! αστεία, πήρε χάρι. Κέρδισ' απ' το λυχνάρι τάλαντα ο Υπέρβολος , μα με την πονηρία• και όμως δεν εκέρδισε και ξίφος, μα τον Δία!

Ωχ, εκείνος ο καιρός δεν είνε μακρυά του είπα, επειδή, και κατά το παρόν γίνονται όλα αυτά τα ανομήματα. Εκατάλαβα ότι τα υστερινά μου λόγια του επροξενούσαν χαράν.

Ναι· ώστε να σκύψω άλλος φανερώνεται, λες και τον ξερνά το κύμα και το παίρνει από τα χέρια μου. — Και τον αφίνεις; — Τον αφίνω. Μα τι να κάμω; Αφού το χουφτώνει πρώτος! — Ωχ αδερφέ! δε μου λες έτσι παρακάθεσαι και μου κλαις την τύχη σου!... Τι σου φταί' η τύχη σαν δεν είσαι άξιος να ζήσης; — Μα τι, καυγά να πιάσω; — Καυγά βέβαια! Ναρθή άλλος να πάρη το δικό μου το ηύραμε και δε θα πιάσω καυγά!

Αλλ' ήκουσά ποτε και κάποιον, όστις απομακρυνόμενος από μίαν πυρκαϊάν έλεγεν εν απογοητεύσει: — Ωχ! αδελφέ, πυρκαϊά είν' αυτή, που δεν έχει ούτ' ένα θύμα; Υπό ολίγην ή πολλήν υπόκρισιν, τοιαύτη είνε η ανθρωπότης εν τω συνόλω ή εν τη μεγάλη πλειονότητι αυτής, όπερ καταντά το αυτό. Είνε μέγα θηρίον, του οποίου η μεγάλη ηδονή ευρίσκεται εις την καταστροφήν.

Δεν είνε ωραίο πράγμα να είνε κανείς ασφαλής όταν μονομαχή με κάποιον; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Για να δούμε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Στάσου, στάσου ωχ! πειο σιγά. Άμε στο διάβολο, αχρεία. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Δε μούπατε να σας σπαθίσω; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι, μα με σπαθίζεις με την τρίτη πριν με σπαθίσης με την τετάρτη και δεν περιμένεις να προφυλαχθώ. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Είσαι τρελλός, άντρα μου, μ' όλες αυτές τις φαντασιοπληξίες σου.

Αισθάνθηκα κάποιο πόνο, αλλ' η σκέψη μου δε χρονοτρίβησε πολύ στο Βαγγελιό και τις αρρώστειες της. Ωχ! αδερφέ, κι αυτή όλο άρρωστη θάνε; Τι να τον κάνω 'γώ το βήχα και τις κλάψες της; Η αρρώστεια της, πούγινε εμπόδιο στα νέα μου ονειροπολήματα, άρχιζε να μου πειράζη τα νεύρα.

Και την ιδίαν στιγμήν, ως διά να επικυρωθή ο λόγος της, της ήλθε πράγματι λιποθυμία. Έκαμε ωχ! σφίγγουσα τους οδόντας κ' έκυψε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας συγκινηθέντες, εκυττάχθησαν, και ο πρώτος είπε·Μα, πού είν' η μάνα της; Ως υπακούουσα εις την πρόσκλησιν ταύτην, έφθασε τρέχουσα η Φραγκογιαννού.

Μα σα Γιάννης, δίχως γνώση, Τον επόνεσε η καρδιά Και του κόλλησε μεράκι Για την κόρη του παππά! Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν Ωχ! Ωχ! Ω! Παλαμίδα σου μυρίζει Ν τ ε ϊ μ ε ν τ έ να φας κολοιό ΄ Στον παππά πηγαίνει ο Γιάννης Μια και δυο και του μιλεί. Και την Ελενιώ γυρεύει Και το χέρι του φιλεί.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ωχ! άφησέ με μιαν στιγμήν και είμαι κουρασμένη. Τι δρόμον που τον έκαμα! Πονούν τα κόκκαλά μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ας είχα ‘γώ τα νέα σου και συ τα κόκκαλά μου! ‘Πέ μου να ζήσης, ω γλυκειά, γλυκειά μου παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι βία! Μέγας ο Θεός! υπομονήν δεν έχεις; Δεν βλέπεις; Ελαχάνιασα κι’ αναπνοήν δεν έχω.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν κούφια πατήματα επί της χιόνος, έξω, και συγχρόνως φωνή παγωμένη. — Άιντε, Μπάρμπα Σταύρο; Τι κάνεις; Πάνε η εληαίς! — Ωχ! Ωχ! εκραύγασε τότε ο Μπάρμπα-Σταύρος, ως να επόνεσεν αίφνης η καρδία του. Δεν το είχε σκεφθή αυτό, από την χαράν του, ότι ένεκα της χιόνος θα έκαμνεν οικονομίαν. Ο φαιδρός πάντοτε γέρων αίφνης εμελαγχόλησε και συνωφρυώθη.