Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


ΒΟΥΡΓ. Μόνον ό,τι μου έταξες ζητώ, και ούτε περιμένω να δώσης ολιγώτερον. ΛΗΡ Ω Βουργουνδέ γενναίε, αλήθεια τόσον ήξιζεν, όταν την αγαπούσα, αλλ' από τότ' εξέπεσε. Ιδού, εμπρός σου στέκει. Αν βλέπης τίποτ' αρεστόν ς' το υποκείμενόν της, ή κι' αν ολόκληρη αυτή σ' αρέση, προικισμένη με όχι άλλο τίποτε παρά με την οργήν μου. είν' ιδική σου, πάρε την! ΒΟΥΡΓ. Τι να ειπώ δεν 'ξεύρω.

Μη γάρ είν' άφευχτο ν' αντραλοθούμε, Εκεί γιορτιάτικοι για να φανούμε; Παρόμιαις πρόληψες για τα στολίδια Μικρών κι' ανήλικων αθρώπων ίδια. Κι' εγώ εκίνησα με τα παλιά μου, Μηδέ καν διάλεξα τα πλιο καλά μου. Ο φίλος πάσκαγε με λόγου κρίσι Τον ισκυρόγνωμο να καταπείση. Χαμένα απόσταινε το λιάραγκά του. Εκείνος ήθελε τη φορεσιά του. Κριτή μ' εζήτησαν ν' αποφασίσω.

Όταν τη νύχτατον τροχό τα σύνεργα επερνούσε Κι' ανάδευε τα χέρια του κ' έτρεμε το κεφάλι, Παρασαρκίδα αφύσικη μεςτην κοιλιά του δέντρου, Εφάνταζεν από μακρά ότι ήτον θεριεμένο Χταπόδιτη θαλάμη του που πρόσμενε κυνήγι Κι' ανήσυχο παράδερνε με τους αποκλαμούς του, 'Σ αυτόν το λάκκο από βραδύς θαμμένος είν' ο Διάκος, Ταστροπελέκι του βουνού σβυέταιαυτό το μνήμα.

Ταγέρι φορτωμένο Φοβέραις και περίγελα και φλογισμένα χνώτα Τριγύρω του εκουφόβραζε... Κανένα χηλιδόνι Δε φαίνεταιτον ουρανό να τον παρηγορήση... Ο δρόμος ατελείωτος!.. Δεξιά, ζερβιά του τοίχος Ανταριασμένοι οι Γκέγκιδες... τους ανακράζει ο Διάκος... »Δεν είν' κανένας από σας καθάριος Αρβανίτης »Να εντρέπεται τη γύμνια μου, την καταφρόνεσή μου, »Να μου φυτέψη ψυχικότο μέτωπο ένα βόλι;... »

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πιστεύ' ότι στοχάζεσαι κείνα οπού λέγεις τώρα, αλλ' ό,τι αποφασίζομε συχνά τ' αλλάζ' η ώρα· η γνώμητο μνημονικόν είναι υποδουλωμένη, με ορμήν γεννάται, αλλ' η ζωήαυτήν ολίγο μένει. Είν' ως ο άγουρος καρπόςτο δένδρο κολλημένος, 'πού κάτω πέφτει ατίνακτος ως είναι ωριμασμένος. Χρέος, 'πού μόνον εις εμάς τους ίδιους χρεωστούμε, νοείται πόσο αδιάφορα συχνά το λησμονούμε.

Εκεί που ταξιδεύεις όπως θέλει ο Θεός, πέφτει ο άλλος σαν το στραβό απάνω σου και σ' έκοψε στα δύο. Τώχει τίποτε ο Εγγλέζος στο μεθύσι του απάνω να σε κάνη χίλια κομμάτια; Τι τον μέλει αυτόν; Σ' έκοψε και τραβάει τη δουλειά του. Εγγλέζος είν' αυτός! Η Ουρανίτσα κατάπινε τα λόγια του Λαλεμήτρου σα φαρμάκι. Μα κάτι την έτρωγε μέσα της, νακούη κι' άλλα.

Ο Γιάννος έκλινε την κεφαλήν εις το στήθος χωρίς να είπη λέξινΓιατί, Γιάννο μ', δεν ακούς; γιατί; επανέλαβεν η Μάρω επιμόνως. — Δεν είν' ανάγκη να μάθης, δεν κάνει· είπεν ο Γιάννος κινών αρνητικώς την κεφαλήν· αν 'μπορής βγάλε με από 'δώ. Κ' εξηκολούθησαν ούτω τα δύο παιδία, συνομιλούντα επί πολύ και ανταλλάσσοντα τας ιδέας των περί της απολυτρώσεως του Γιάννου.

Το βαγένι μον τηράει. Και η σβάναΕίν' της δίψας του η καμπάνα Μυριοστέφανο βαγένι, Πες μου, τι θελ' απογένη Στα σωστά σουΩς το τέλος η κοιλιά σου, Της κανάταις οπού αδιάζεις, Και σε ταύτη της σοδιάζεις, Πώς χωνεύειςΚαι να πίνης μον χαλεύεις; Το κρασί που σβαναρίζεις, Τα λαγήνια που στραγγίζεις, Μέγα πράμμαΠώς δε σκάζεις είναι θιάμα! Ω κοιλιά με δίχως πάτο. Κρασοσφούγγαρο μονάτο!

Ποτήρι φέρτε, φώναξε, Και κάμποσο νερό. Ανάγκη να μη χάσωμε Σε λόγια τον καιρό. Και ευθύς από τον κόρφο του Κι' από μικρό κουτί, Μια σκόνη ανακάτευε Σε δόσι αρκετή. Ο τρίτος, την συγχώρεσι, τους λέγει, σας ζητώ, Αν και στους δύω ενάντια τολμώ, γνωμοδοτώ. Το πάθος του αρρώστου μας Δεν είν' φλογιστικό, Δεν είναι, Εξοχώτατοι, μηδέ χολερικό.

Οι τρεις μισοκαυμένοι δαυλοί, και το μέγα ορθόν κούτσουρον της εστίας, έρριπτον πολλήν στάκτην, ολίγην ανθρακιάν και σπανίως βρέμουσαν φλόγα, κάμνουσαν την γραίαν να ενθυμήται μέσα εις την νύσταν της την απούσαν μικροτέραν κόρην της, την Κρινιώ, ήτις αν ευρίσκετο τώρα εντός του δωματίου, θα υπεψιθύριζε με τόνον λογαοιδικόν· «Αν είναι φίλος, να χαρή· αν είν' εχθρός, να σκάση . . . ».

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν