Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Κ' η φωνή της είχε έναν τόνο, σα να ήθελε να με μαλλώση, που δεν την ένοιωσα. — Ναι, ναι, είπα. Και χωρίς να νοιώθω τι έτρεχε μέσα πήγα κ' είδα το Σβεν να με κοιτάζη από το κρεββάτι μου, όπου είτανε ξαπλωμένος. — Δε γνωρίζεις τον μπαμπά, Σβεν; — Ναι, είπε ο μικρός με ξαφνισμένη φωνή. Δεν μπορούσε να νοιώση γιατί όλοι οι μεγάλοι είτανε τόσο ανήσυχοι.

Έπαιζε στην κάμαρά της κι όλο το πρωί, που ο πατέρας έλειπε και τα μεγαλήτερα παιδιά είτανε στο σκολειό, ο μικρός Σβεν καθισμένος κάτω στο πάτωμα άκουγε τη μαμά να του διηγάται παραμύθια. Η μαμά ήξερε πολλά παραμύθια, όμως κανένα άλλο δεν άρεσε τόσο του Σβεν όσο η κοκκινόσκουφη, που την έφαγε ο λύκος εκεί που πήγαινε στη γιαγιά.

Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, 60 κουντρούν τομάρια και σπαθιά, κουντρούνε παλικάρια χαλκοπλισμένα, και κοντά κοντά οι αφαλωμένες είτανε ασπίδες, κι' άναψε μια ταραχή μεγάλη. Και κλάμα ακούς και παίνεμα αντάμα αντρών που σφάζουν και σφάζουνται, κι' η γης παντού στο αίμας κολυμπούσε. 65

Αμ' τι, μαθές, νταούλια. Ζυγόνω να διώ.. τίποτα ντιπ και τ' άργανα έβαζαν τη ρεμματιά και τα παιγνίδια λάλαγαν.... Δαιμόνοι είτανε, κυρ λοχία! Κι ο λεβέντης έρριξε τα κούτσουρα και τα ξεράδια απάνω στη θράκα της φωτιάς, στρυμώχτηκε κοντά στους άλλους, κι άρχισε να πυρώνη τα ποδάρια του και τα χέρια του. Ο λοχίας άναψε.

Η παράκληση, που μου έκαμε να την αφήσω να πεθάνη, είτανε τόσο συγκινητική και τόσο σοβαρή, ώστε δεν είχα το θάρρος να την παρακαλέσω να ξαναγυρίση χάρη μου στη ζωή. Γιατί η ζωή άξιζε και γι' αυτή το ίδιο. Και παρατήρησα με ξάφνισμα πως μπορούσε ναφήση όλα όσα αγαπούσε, γιατί είταν ετοιμασμένη γι' αυτό. Μα ταυτόχρονα αιστανόμουνα μ' όλη τη δύναμη της απελπισίας πως εγώ δεν μπορούσα να τη χάσω.

Το μετάξι καθαυτό είτανε γνωρισμένο, αφού σε πολύ πιο παλιούς καιρούς κατασκευάζανε λαμπρά μεταξωτά και στη Συρία κι αλλού· πολυέξοδο όμως, επειδή έφερναν το υλικό από την Κίνα με μεγάλους κόπους, με βαρειές θυσίες, και μέσον Περσίας. Πλέρωνε δηλαδή η πραμάτεια φοβερούς φόρους, και καμιά φορά σαν είχαμε Περσικούς πολέμους δεν περνούσε κιόλας. Από θάλασσα πάλε η μεταφορά του ακόμη πιο δυσκολώτερη.

Κι αυτό είταν κ' η αλήθεια· κι αν δε μας εμπόδιζε ναπολαβαίνουμε το καλοκαίρι, είτανε γιατί είμαστε συνειθισμένοι τόσα χρόνια με το φιλάστενο της γυναικός μου, κ' έτσι βρίσκαμε το πράμα φυσικό. Ο Σβεν όμως δεν εννοούσε να πειστή με κανέναν τρόπο κ' έμεινε στη θέση του. — Το &ξέρω& πως θαρθή &σήμερα&, είπε. Χαμογέλασα για τη βεβαιότητα που είχε και προχώρησα.

Είτανε μια καλοκαιρινή πρωινή, εικοσιμιά του Θεριστή, και μπόρεσε πρώτη φορά να βγη ως το κατώφλι με τη Μαριώ, και να καθίση να δη τον ήλιο που έβγαινε. Ο γέρος έλειπε αποβραδίς στο Παλιόκαστρο, μαζί μάλλους πολλούς. Η γριά συγύριζε μέσα, και το νιόπαντρο ζευγάρι έκαμνε κουβέντα με τους γειτόνους. Άξαφνα ακούγουνται απανωτές κανονιές από τη θάλασσα.

Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βραδιάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεββάτι. Είπαμε πως είτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θάτρεμε κ' η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Είταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα.

Και τα δυο παιδιά κόβανε χλόη και κοιτάζανε τα μερμύγκια και πλησιάσανε τα ένα με το άλλο τόσο, που όταν σηκωθήκανε να φύγουν, είτανε κρατημένα χέρι χέρι και νομίζανε πως μπορούσανε να μείνουν αιώνια έτσι. Έπειτα από λίγες μέρες ο Σβεν είτανε καθισμένος κοντά στη μαμά και της μιλούσε για τη Μάρθα. Τώρα δε μιλούσε πια για τη χλόη και τάνθη, για τα πουλιά και τις πεταλούδες.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν