Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Λοιπόν αμέσως γύρισε ‘ς το σπίτι του πατρός σου· καμώσου την χαρούμενην ειπέ ότι τον Πάρην τον θέλεις, κ' υπανδρεύεσαι· και αύριον τετάρτην εύρε τον τρόπον μοναχή την νύκτα να πλαγιάσης, χωρίς η παραμάνα σου να κοιμηθή κοντά σου.
— Θα υπάγωμεν μίαν ημέραν εκεί, θα σε συστήσω εις τον κύριόν μου, και ποιος ξεύρει;... Ειμπορεί να βγη σε καλό. — Εμείς οι παραμικροί, οι εργατικοί, είπε πανούργως ο Πρωτόγυφτος, δεν έχομεν να κάμωμεν τίποτα με τους άρχοντας και τους μεγάλους. Ο ξένος ησθάνθη ως νύγμα τον λόγον τούτον του γηραιού Γύφτου και έμεινε σιγών επί τινας στιγμάς. Είτα επανέλαβε·
Ειπέ μου το λοιπόν, σε παρακαλώ, το τι έχω να κάμω, διά να σε ελευθερώσω, αν είναι δυνατόν, και έχω καρδιάν να το βάλλω εις πράξιν.
Έξαφνα αρπάζει το παιδάκι τον στρατιώτην και τον πετά μέσα εις την φωτιάν. Δεν είπε διατί τον επέταξεν. Ίσως ο διάβολος της ταμβακοθήκης του έδωκεν αυτήν την ιδέαν. Ο στρατιώτης είδε τότε φως πολύ τριγύρω του, και ησθάνθη τρομεράν ζέστην αλλά δεν ήξευρε καλά καλά αν τον εζέσταινεν η φωτιά, ή η αγάπη του διά την χορεύτριαν.
Είπε, κι' αφτοί αρκετοί ήθελαν να παν με το Διομήδη, θέλανε οι Αίιδες οι διο, τα θεοπαίδια τ' Άρη, τόθελε ο γιος του Νέστορα και τόθελε ο Μηριόνης, τόθελε και τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, 230 τόθελε ο αγονάτιστος Δυσσέας μες στους Τρώες να μπει, τι πάντα γύρεβε τον κίντυνο η καρδιά του.
Ο Κακαμπός παράστησε στον ξενοδόχο όλη του την περιέργεια. Ο ξενοδόχος του είπε: — Δεν ξέρω πολλά πράγματα, μα δεν είμαι δυσαρεστημένος. Έχουμ' εδώ ένα γέρο, πρώην αυλικό, που είναι ο πιο σοφός άνθρωπος του βασιλείου κι' ο πιο ομιλητικός! Αμέσως οδηγεί τον Κακαμπό στου γέρου. Ο Αγαθούλης έπαιζε τώρα το δεύτερο ρόλο κι' ακολουθούσε τον υπηρέτη του.
Την ώρα που κατέβαινε τη σκάλα να σου ο πάρεδρος του χωριού με το δικαστικό κλητήρα· Έρχονταν συζητώντας κ' οι δυο και γελώντας ποιος ξέρει γιατί. Μόλις όμως τον είδαν, σοβαρεύτηκαν κι ο πάρεδρος με θλιμμένη φωνή του είπε σφίγγοντας το χέρι του. — Το μάθαμε... ζωή σε λόγου σου· ήταν καλή γυναίκα η μακαρίτισσα. — Ζωή σε λόγου σου· του είπε κι ο κλητήρας.
Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, 320 και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω, οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει• την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε, αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. 325 εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα• «Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι• εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος 'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. 330 ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο; κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου, και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, 335 και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον».
Ήταν ωραίος ιππότης, αλαζονικός και υπερήφανος, μιλούσε ευχάριστα, αλλά η αξία του ήτανε μεγαλύτερη μέσα στα δωμάτια των γυναικών παρά στη μάχη. Ηύρε την Ιζόλδη να τραγουδάη, και της είπε γελαστά: «Αρχόντισσα, τι θλιβερό τραγούδι, θλιβερό σαν του νεκροπουλιού.
Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος, κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη. τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους· και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· 375 «Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος· τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην, 'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτε 'ς την εργασία ούτε 'ς ταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος. και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· 380 αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης· εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι ν' αποσταλούν 'ς τους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν