Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Τι χάδια και τι φιλιά της κάναμε! — Δεν μπορώ, παιδιά μου, μας είπε, θα πάω να πέσω. Ήτανε γρηά, μα έκανε τα νάζια της η γιαγιακούλα. Ήθελε να την παρακαλούνε και να την χαϊδεύουν. — Έλα, γιαγιακούλα, πες μας κανένα παραμύθι, απ' αυτά που είδες με τα μάτια σου. — Δεν ξέρω, παιδιά μου, είπε πάλι η γιαγιά, σας τα είπα όλα. Δεν έχω πια άλλα. Μας λυπότανε όμως η γιαγιά, δεν μας χαλούσε χατήρι.

Είπε, και πήρε τους διο γιους μαζί του του Νεστόρου, και πήρε το Μελάνιππο το Θόα το Μηριόνη το Μέγη, θρέμμα του Φυλιά, τον άξιο Λυκομήδη, 240 και την καλύβα πήγανε του βασιλιά Αγαμέμνου.

Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε, ίσα-μπροστά, να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του. — Το θυμούμαι, είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.

Πώς έγινε σεις, που γεννηθήκατε τόσο ήμερος να σκοτώνετε σε δυο λεφτά έναν Εβραίο κι' έναν επίσκοπο! — Ωραία μου Κυνεγόνδη, απάντησεν ο Αγαθούλης, όταν κανείς είναι ερωτευμένος, ζηλιάρης και μαστιγωμένος από τα ιεροδικεία, δε γνωρίζει πια τον εαυτό του! Τότες η γριά έλαβε το λόγο και είπε: Υπάρχουν τρία ανδαλούσια άλογα στο σταύλο με τις σέλλες τους και τα χάμουρά τους.

Ένα ταξείδι θα σας διασκεδάση, είμαι βέβαιη. Ζητείστε και βρήτε ένα αντικείμενον άξιο της αγάπης σας· έπειτα ξαναγυρίστε και ας απολαύσωμε όλοι μαζύ την ευτυχία που προξενεί μια αληθινή φιλία! — Αυτά θα μπορούσε, είπε εκείνος με ένα ψεύτικο γέλοιο, να τα τυπώση κανείς και να τα συστήση σε όλους τους δάσκαλους.

Ανέκφραστος λύπη, πάλη αφόρητος, φρίκη και θάμβος και ίλιγγος εκυρίευσε την ψυχήν Του. «Περίλυπός εστιν η ψυχή Μου έως θανάτου, είπε: Μείνατε αυτού και γρηγορείτεΑπεσπάσθην απ' αυτών και εμακρύνθη, ίσως έξω του φέγγους της σελήνης εις την σκιάν. Κ' εκεί, εωσότου ο νυσταγμός τους εκυρίευσεν, ησθάνοντο πόσον φοβερός ήτο ο παροξυσμός της προσευχής και της ταλαιπωρίας δι' ου Εκείνος διήρχετο.

Μαθών δε ότι εδίωκον τον λαγόν, είπε προς εκείνους με τους οποίους συνείθιζε να ομιλή· «Οι άνθρωποι ούτοι πολύ μας καταφρονούσι και νομίζω ότι ο Γωβρύας πολύ καλώς εξήγησε τα δώρα των.

Ειπέ μου όμως, εννοείς τόρα διατί τα πράγματα είναι καθώς τα είπαμεν συμφώνως με την αρχήν του Πρωταγόρα, ή όχι ακόμη; Θεαίτητος. Όχι ακόμη, νομίζω. Σωκράτης. Τότε λοιπόν θα μου χρεωστής χάριν, εάν ερευνήσω μαζί σου ενός ανδρός ή μάλλον πολλών διασήμων ανδρών την αληθινήν γνώμην, την οποίαν απέκρυψαν. Θεαίτητος. Πώς δεν θα σου χρεωστώ χάριν, και πολλήν μάλιστα; Σωκράτης.

Λοιπόν, σύμφωνοι; τον ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. — Ε, και θέλει ρώτημα ; είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας πάλι το ραβδί του και ξαναρχίζοντας: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων! ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Ο Δημητράκης περίμενε με καρδιοχτύπι την κόρη· ήξερε καλά τη φτωχοπερηφάνεια τ' αδερφού του και φοβότανε την άρνησή του. — Ε, τι λέει; δέχεται; την ρώτησε μόλις την είδε.

Ο Βράγγης εξετέλεσε και την δευτέραν ταύτην παραγγελίαν. — Ειπέ τι συνέβη, επανέλαβεν ανυπομόνως ο πρώτος των ιππέων. — Κύριοι, εγώ εκοιμώμην, εκεί υποκάτω των δένδρων, σιμά εις τον ρύακα. Έξαφνα βλέπω ένα μανιακόν, ένα αλλόκοτον άνθρωπον, ένα έξω απ' εδώ, και ήλθε και έρριψεν αυτήν την μικράν, την εκρήμνισεν εις τον καταρράκτην. Επρόφθασα και την έσωσα, αλλ' όμως αποθνήσκει!

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν