United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ το αμάξι έτρεχε στους δρόμους, μιλούσα με τον εαυτό μου άφωνα κ' έκλαιγα από χαρά και πόνο: «Είναι τόσο ωραίο να τονέ θυμάται και να μου το λέη ένας άνθρωπος που τον πήγε μόνο με το αμάξι. Και να πεθάνη αυτός; Υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά που ζουν. Γιατί πρέπει να πεθάνη το δικό μουΠοτέ δεν έτρεξα με το αμάξι τόσο γλήγορα και ποτέ δε μου φάνηκε μακρήτερος ο δρόμος.

Ναι· τρέξε γλήγορα να δώσης πίσω τα πλάτικα. — Μωρέ μάνα, δε βλέπεις που δε βρίσω δουλειά. Πώς θα ζήσουμε όλον τον καιρό; Τι θα φάμε; — Τίποτα να μη φάμε· τίποτα! Να ψωφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς! Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως ήμουν και τόσον υπάκουος.

Η κόρη εξήλθε, κατέβη στον δρόμον, κ' η θεία της ήνοιξε το παράθυρον και την ενεθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά ήκουσε την φωνήν της, οπού εκάλει την κόρην του καπετάν Λυμπέρη. — Τι είνε; Ποιος φωνάζει; — Κατέβα να σου πω. Ήκουσε μικρόν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνάς της παιδίσκης από τον δρόμον, της μητρός της από το μπαλκόνι. Και μίαν τελευταίαν παραγγελίαν: — Ας είνε, πήγαινε. Ναρθής γλήγορα.

Τάσπρα μάτια της άρρωστης έπαιρναν κάτι αναλαμπές σαν το υγρό σμάλτο: ασπροκίτρινες, καμμιά φορά μαυροκόκκινες σαν της φλόγας το πένθος, σταχτοπράσινες-φευγαλέες σαν πνοές-καθώς γυρίζανε στις κόγχες τους, μέσα στο σκιόφωτο, από το μέρος της πόρτας κατά την εταζέρα πούτον το ξυπνητήρι και χτυπούσε γλήγορα σαν καρδιοχτύπι. . . Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία ! – – – – – –

Αυτή είνε, απεφάνθη ο κυρ-Μοναχάκης· να τα γυρίσουμε κατά κει παιδιά· να ορτσάρω... — Πού πάει από 'κεί; ηρώτησεν είς ναύτης. — Πάει στον Άι-Νικόλα· το συντομώτερο δρόμο, βλέπεις, διαλέξανε· κ' ημείς ξεπλατισθήκαμε τόσην ώρα να τρέχουμε στο βρόντο. — Να τα γυρίσουμε, παιδιά! έκραξεν ο κυρ-Μοναχάκης, σας παρακαλώ γλήγορα να τα γυρίσουμε· σία ένας, να ορτσάρω!

Καιρό να χάνουμε δεν έχουμε. Γυρίζει ο Παπάς και τονε βλέπει το γέρο ξερός. — Πάντρευέ τους, σου λέω, Παπά μου, και γλήγορα γλήγορα. Βάζει λοιπόν το πετραχήλι του ο Παπάς, και τους στεφανώνει. Από κείνη την ώρα άρχισε και καλλιτέρευε ο σακατεμένος ο Παναγής. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, άλλο ένα κεφάλαιο, και τελειώνουμε. Έξη μήνες έκαμε ο Παναγής να πάρη απάνω του.

Διότι οι μακρινοί τόποι δεν διαλύουν την φιλίαν απολύτως, αλλά την ενέργειάν της. Εάν όμως η απομάκρυνσίς των πολυκαιρίση, φαίνεται ότι επέρχεται και της φιλίας λήθη• διά τούτο λέγουν: Τα μάτια που δεν βλέπονται γλήγορα λησμονούνται Δεν φαίνεται δε να είναι κατάλληλοι διά φιλίαν ούτε οι γέροντες ούτε οι τραχείς. Διότι εις αυτούς υπάρχει ολίγη ηδονή.

ΣΕΒΑΣΤ. Ένα, ένα δαίμονα τη φορά, καταπολεμώ τους λεγεώνες τους. ΑΝΤΩΝ. Έχε με μάρτυρα στη μονομαχία. ΓΟΝΖ. Είν' απελπισμένοι και οι τρεις· το μέγα τους κρίμα, ωσάν ένα φαρμάκι που εδόθη για να ενεργήση με μάκρος καιρού, τώρ' αρχινάει να νικήση τα λογικά τους. Παρακαλώ σας, πώχετ' ελαφρότερα τα πόδια, προφθάστε τους γλήγορα, και φυλάξετέ τους απ' ό,τι μπορεί να τους καταφέρη αυτή τους η μάνητα.

Και η βρατσέραις, και τα κότερατην αράδα, ξεκουράζοντο, ελαφρά-ελαφρά, σαν αποκρεμμυδόφυλλο, αποσαλεύοντα, σαν να ήσαν λαχανιασμένα από τα γλήγορα ταξείδια των.

Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, και παίρνει δρόμο, το τειχί τρεχάτα ακολουθώντας, έπειτα ομπρός στους Αίιδες πάει στέκει και τους κάνει «Αίιδες, των χαλκόφραχτων αρχόντοι Δαναώνε, ο γιος του θεογέννητου του Πετεού σας κράζει 355 να πάτε εκεί, και μια σταλιά στη μάχη να βοηθήστεμάλιστα αν γίνεται κι' οι διοκαλυτέρα κι' οι διο σας να πάτε, τι άσκημη θα δουν γλήγορα εκεί φουρτούνα, τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί τον έσφιξαν, που αιώνια μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν. 360 Μα αν κόρωσε κι' εδώ η δουλιά και πολεμάτε, ας έρθει και μόνος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα, κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια