Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Δεν έπειθε με τούτα ο Φιλητάς τους Μεθυμνιώτες· μόνε αυτοί, αφού χυμίξανε με θυμό, τραβούσανε πάλι το Δάφνη κ' ηθέλανε να τόνε δέσουν. Τότες οι χωριάτες αγριεμένοι πηδούνε καταπάνω τους σαν ψαρώνια ή καλιακούδες· και στη στιγμή τους παίρνουν το Δάφνη, που κι αυτός πάλευε πια, και χτυπώντας τους με ξύλα γλήγορα τους εστρώσανε στο κυνήγι.

. . . Όχι, μη λες «είν' απάνω η μάνα» . . . μόνο να πης· «Αμέρσα, πώς είνε η μάνα, είνε καλλίτερα; έχει σηκωθή; . . . Στο στρώμα είν' ακόμαΓια να πιστέψουν πως βρίσκομαι απάνω στο σπίτι, και πως είμαι άρρωστη . . . Για να μην υποπτευθούν τίποτα, και με κυνηγήσουν τα σκυλιά! . . . Τρέξε, γλήγορα! Είτα προσέθηκε·Έχετε γεια . . . και καλή αντάμωση! . . .

Έτσι έχε λίγο απομονή το τι θα πω ν' ακούσεις. 220 Πάντα οι αθρώποι γλήγορα τον πόλεμο μπουχτίζουν, που το δρεπάνι του σωρό στρώνει το χόρτο χάμου, μα ο θέρος τίποτα, όταν πια τη ζυγαριά του ο Δίας τη γύρει πούναι μοιραστής στημένος των πολέμων.

Δεν εννοούσα γιατί καθόμουνα εκεί και γιατί ήθελα να κάμω αυτόν το δρόμο μέσα στη δυνατή βροχή, αυτόματα όμως, όπως και πρωτήτερα, είπα του αμαξά: — Γλήγορα, όσο μπορεί να τρέξη το άλογο. Το μικρό παιδί μου πεθαίνει. Ο αμαξάς μας είχε φέρει με το αμάξι του πολλές φορές. — Είναι το μικρό αγοράκι, που είναι τόσο ωραίο; ρώτησε.

Τότες εκεί ο Μηριόνης τράβηξε πίσω στη στιγμή του δοξαριού την κόρδα870 μα τη σαΐτα του έτοιμη την είχε για να ρήξεικι' εκεί ψηλά στα σύγνεφα σαν είδε την τρυγόνα 874 πούφερνε κύκλους, τη βαράει στη μέση ενώ πετούσε 875 με τις φτερούγες ανοιχτές. Και γλήγορα η ψυχή της 880 της ήβγε μέσα απ' το κορμί, Κι' έπεσε πέρα αλάργα. Κι' όλος τριγύρω εκεί ο στρατός θωρούσε σαστισμένος.

Γλήγορα, την ξαναλαχτάρησε τη μοναξιά και ξανατραβήχτηκε. Και φαίνεται πως αυτήν την αλλαγή την έκαμε και την ξανάκαμε κάμποσες φορές. Δεν μπορούσε να ριζώση σ' ένα σύστημα ο Γρηγόριος. Μόλις η ζωηρή του φαντασία τον έπερνε από τη μοναξιά στον κόσμο, κι άξαφνα η ανήσυχη του ψυχή τον ξανάδιωχνε από την κοινωνία στη μοναξιά. Τονέ βρίσκουμε τέλος Επίσκοπο σε μικρό χωριουδάκι, Σάσιμα τόνομά του.

Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος• «Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων, αν, αφούτην καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει, μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405 με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία! αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνητην καλύβα».

Ενώ έλεγεν αυτά ο Δάφνης, τάκουσε ο Γνάθωνας που ήτανε κρυμμένος στον κήπο· και θαρρώντας πως ήλθεν η ευκαιρία να τα φτιάξη με το Δάφνη, αφού πήρε μερικά από τα κοπέλια του Άστυλου, τρέχει και προφτάνει το Δρύαντα· και σαν τον επρόσταξε να τους δείχνη το δρόμο για το εξοχικό του Λάμπη, έτρεχε γλήγορα.

Άρχισε από Ταμίας ο Τύφος· γλήγορα όμως τον έκαμαν και τα παράτησε όσα δεν έκλεψε, και τότε πήγε με το κόμμα του Γαϊνά και μ' αυτό και μάλλα συστατικά, που ένα τους δε γίνεται να σωπαστή. Τόσο ακόλαστος κι αδιάντροπος είτανε, λέει, που το είχε μεγάλο καμάρι να ρουχαλίζη επιταυτού έξυπνος όντας, και να προστατεύη κι όσους είχαν το θάρρος να ρουχαλίζουνε με τον ίδιον τρόπο κι αυτοί.

Έπειτα φτάνει γλήγορα στ' αρχοντικό του σπίτι, 370 μα μέσα δεν την πέτυχε την όμορφη Αντρομάχη, μόνε στον πύργο είχε ανεβεί με την αφράτη βάγια και το παιδί, κι' έκλαιγε εκεί με πόνο και βογγούσε. Και σα δε βρήκε πουθενά το λατρεφτό του τέρι, πάει στην μπασά και στέκεται, και κράζει στις γυναίκες 375 «Για ακούστε, σκλάβες, μια στιγμή και πέστε την αλήθια.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν