Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Ήταν Σαραντάημερο, βλέπεις και όλα τα συντάγματα, των διαβόλων ήσαν πεσμένα στο γιαλό. Και ο βασιλιάς τους ακόμη, που έχει παντοτεινό θρόνο του τη Σαντορίνη, μέσα ήταν κ' εκείνος και οδηγούσε τα φοβερά φουσάτα του στον πόλεμο και χαλασμό του κόσμου.
Από τον Άη Γεώργη, αψηλά, βλέπαμε λίγο παρέκει τον κατήφορο με τις πεφκιές ίσια με το γιαλό, και πέρα πέρα τα κύματα που γυάλιζαν και φωτοβολούσαν. Ο ήλιος με τις αχτίδες του τα περεχούσε, τα γέμιζε φλόγες, τάκαμνε πυρκαγιά· λες πως έπεφτε να ξαπλωθή στο πέλαγος απάνω και πως το πέλαγος είχε γίνη κανένας ήλιος γιγαντωμένος. Λαμποκοπούσαν και τότες τα νερά· τα συχνοτηρούσαμε και τότες.
Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!
Κι ακαρτερούσε στη βάρκα κάτω. Να δειπνήσουμε κ' εμείς έξω· να βγη και το φεγγάρι πάνω στα βουνά· να κατέβουμε ενωρίς, να ξεβγούμε όπου ήξερε ο Καπτάν-Μιχάλης. ... Γιαλό, γιαλό το περιγιάλι εγλυστρούσαμε πάνω στο μαγεμένον του φεγγαριού καθρέφτη, κατά την ακροπελαγιά. Αργή, καμαρωμένη εκατέβαινε η βάρκα μας μες την ονειρεμένη σιγαλιά της νύχτας.
Δες και συ τον κόσμο μια φορά καλό, μες 'στη μαύρη λύπη σκόρπισε χαρά, ήσυχο εμπρός σου κύτταξε γιαλό, άνοιξι, λουλούδια, κι' όχι συμφορά. Τους πενθίμους στίχους ξέσχισε και κάψε, άρχισε να πίνης κι' όλο να γελάς, πετακτά τραγούδια και αλέγρα γράψε, πες και συ πως πάει πρίμα η Ελλάς.
Κι είναι οι βαθύτερες χαρές στου ονείρου μας τα βάθη· το αέρι ας παίζη στο λευκό πανί μακριά που εχάθη, σου λάμνει ο πόνος την ψυχή, κρυφό άλλο τώρα αέρι, σου λάμνει ο πόνος την ψυχή σε βύθος που δεν ξέρει, σε απάντεχο άγνωρο γιαλό τη σέρνει, όπως η μπόρα σέρνει του Μάρτη το πουλί στο νέο το καλοκαίρι.
Ο Πορτάρης του Κάστρου ο γείτονάς της, πολλαίς φοραίς το εγλύτωσεν από πνίξιμον. — Πάλε στον γιαλό; πάλε στον γιαλό; Τον έδερνε τον Μανώλην η μητέρα του. Τον έβαλε κατόπιν εις το σχολείον, να μάθη δυο γράμματα.
Στο γιαλό οι σωροί των γυναικών τόρα, ένας κύκλος μεγάλος, σωριασμένες εκεί στην ακροθαλασσιά, χωρίς αναπνοή, χωρίς ένα κούνημα, μαρμαρωμένος, άπλονε βουβός κι αμίλητος αμέτρητα μαντήλια προς το βαπόρι. Από τα μαύρα πλευρά του βαποριού, που ολοένα χάνουνταν πέρα προς τ' ανοιχτά, άλλα μαντήλια απλόνουνταν και σειώνταν κι άσπριζαν για ύστερο χαιρετισμό.
Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται. Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί. — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.
Τον περισσότερον καιρόν εγύριζεν από μάνδραν εις μάνδραν, από καλύβι εις καλύβι, από κατάμερον εις κατάμερον, χωρίς εργασίαν, και του έδιδαν οι ποιμένες ξυνόγαλα κ' έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν· — Δεν πας, καϋμένε, Αγκούτσα, να βγάλης τίποτε πεταλίδες κάτω στο γιαλό, ή τίποτε καβουράκια στο ρέμμα μέσα; Τούτο ήτο ασφαλές σημείον ότι τον έδιωχναν. Ο Αγκούτσας το εκαταλάβαινε κ' έφευγε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν