Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Τα κλειστά του μάτια βλέπουν τώρα τα μυστήρια της άλλης ζωής!» Και το βασιλόπουλο, που έβλεπε με τα κλειστά του μάτια τα μυστήρια της άλλης ζωής, χαμογελούσε με το ίδιο χαμόγελο, κάτω από τα νεκρολούλουδα. Το σπίτι το μεγάλο, με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, κάτω στο γιαλό, ήτανε δικό της, μια φορά κ' έναν καιρό, της κυρα — Στάθαινας.
— Να μην τονέ πάρη πάλε χαμπάρι κανένας σαν κατέβηκε στο γιαλό; είπε μέσ' στα δόντια του ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Τυχερό του ήτανε, βλέπεις. Ο Μιχαληός πήρε βαθειάν ανάσσα. Ό,τι και νάλεγε, μέσα του τον πονούσε η καρδιά του. — Τονέ πήρε χαμπάρι ένας μούτσος από το καΐκι. Τι βγαίνει; Παιδί πράμμα ο μούτσος, δεν πήγε ο νους του σε κακό.
Με ποια μελαγχολία παρακολουθούσαμε τις αλλαγές της φύσης, πώς θεριζόντανε τα λιβάδια με τα λαμπρά άνθη τους, πώς κιτρινίζαν τα σπαρτά και τα καλάμια ψηλώνανε και φουντώνανε στο γιαλό και σχηματίζαν ένα πυκνό πράσινο δάσος με μενεξεδένιες κορυφές εκεί που πριν έσπαζε το κύμα παιγνιδιστό απάνω στις πέτρες.
Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε... Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ' το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ' όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε.
— Δεύτερον, μια αρμάδα άραξεν αντικρύ, εις το γιαλό μας, είπεν ο Τρέκλας. — Αρμάδα! και τι αρμάδα είνε αυτή; βενετική, γενοβέζικη, τούρκικη; — Γύφτικη, είπε σοβαρώς ο Τρέκλας. — Γύφτικη! ω διάβολε, με περιπαίζεις τόσην ώρα κ' εγώ δεν τώξερα! — Δεν σε περιπαίζω διόλου, είπε μετ' αγωνιώδους τόνου φωνής ο Τρέκλας. Γύφτικη, από την Αίγυπτο.
Σαν τον είχε κοντά της, τούψηνε το ψάρι στα χείλια. Σαν έλειπε, τον λαχταρούσε. Έβαλε και πλύνανε το σπίτι, συγύρισε παντού, τούκανε χαϊμαλιά, να τον καλοδεχτή. Την Τετάρτη ντύθηκε με τα καλά της και κτενίστηκε. Είχανε μαζευθή κ' οι συγγενείς στο σπίτι. Από κοντά κι' ο Μελαχροινός. Ώρα την ώρα προσμένανε το βαπόρι. Το ανηψίδι είχε κατεβή στο γιαλό να φέρη τα συχαρίκια.
Παλιές αγάπες, τη θολή την ώρα αυτή ως περνάτε και τρεμοφέγγετε στο φως λουσμένες το απαλό, βαθιούς απόμακρους αχούς σβησμένους μου ξυπνάτε, σαν τους που στέλνει η θάλασσα σε απάνεμο γιαλό. Μια σα θλιμμένη Παναγιά περνά χλομή· μια πλάνο, λαύρο σκορπά το γέλιο της και χύνεται φωτιά, άλλη αεράκι αργογλιστρά πρωινό στη χλόη απάνω, μιας άλλης χύνει αντάριασμα και τρικυμιά η ματιά.
Στην άκρη άκρη της πεδιάδας κατά τον γιαλό, κοντά στα καράβια, σε ξέχωρο μέσα χωράφι, μια από τις παρέες το γλέντιζε με τρόπο πιο ταιριαστό με το φυσικό της άγριας εκείνης φυλής.
Ο Μαθιός δεν παρετήρησεν ίσως ότι αυτή είχε τρέψει τον λόγον εις τον πληθυντικόν, εις το τέλος της ευχής της. Αλλ' αυθορμήτως, χωρίς να το σκεφθή, απήντησε· — Μπορώ να ρίξω εκείνη τη βάρκα στο γιαλό... Τι λες, δοκιμάζουμε; Και αυτός επίσης έθεσε τον πληθυντικόν εις το τέλος του λόγου. Χωρίς δε να συλλογισθή, ούτως, ως να ήθελε να δοκιμάση αν είχε δυνατούς τους μυώνας, ήρχισε να ωθή την βαρκούλαν.
Έτσι το καταφέρνουνε να μην πέφτουνε στο γιαλό να πνιγούν από την ντροπή κι από την απελπισιά. Τα είπαμε θαρρώ, κι άλλοτες. Δεν τα ξέρουν τα χάλια τους, δεν το φαντάζουνται πως γίνεται να ζήσουν κι αλλιώς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν