Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Δι' αυτό ατενίσασα φιλοστόργως προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν: — Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και αγίασμα· φιλά και του παπά το χέρι· τι να κάμη! Όλα για να γιάνη. Οι οφθαλμοί της μητρός του επληρώθησαν δακρύων.

Εδίστασα λίγο· έπειτα είπα: — Αι, σα θες να μάθης, η Παναγία μου τώπε. Στον ύπνο μου προθές εφανερώθηκε και μούπε πως αν έχω πίστη, το Βαγγελιό θα γιάνη . Κεγώ 'χω μεγάλη πίστη πως ο Θεός θα τήνε γιατρέψη. Τέτοιο όνειρο δεν είχα δη, αλλά και δεν έλεγα ολότελα ψέμα, αφού αυτή την υπόσχεση μούδιδε το χαμόγελο της Παναγίας.

Φέρε των παιδιών κρασί μπρούσικο, Γιάνη, και πες του κυρ Μήτρου να τα κουρντίση, κ' ίσια στο δικό μας με τα παιχνίδια! Καλά στεφανώματα, αφεντικό, και να σου ζήσουνε, να γεράσουνε! Κωστ. Μπρος, παιχνίδια, και πίσω παλικάρια. Μια πέρδικα. — μια πέρδικα, μονάκριβη Την είχε η μάτην είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει.

Και ποιος πια να πάη και να σφαλιχτή σπίτι του μέσα; Όλοι, όλοι να μείνουν απόψε στου Γιάνη, να νυχτερέψουν ανιστορώντας τα περασμένα, ίσως και βρούνε παρηγοριά. Κάθε λόγος της χολοσκασμένης Βασιλικής δίστομο μαχαίρι στου Μιχάλη τα σπλάχνα. Κόλαση καθώς που είταν η ψυχή του, ακόμα πιο φοβερώτερη την έκαμνε το θέλημα της Βασιλικήςνα νυχτερέψουνε στου Πανάγου το σπίτι!

Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν, Ακούν πουλιά και κελαϊδούν, ακούν πουλιά και λένε· "Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Λωλά πουλιά κι ας κελαϊδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.„ "Τι βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα, Να περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πως περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Πουλάκια 'νε κι ας κελαϊδούν, πουλάκια 'νε κι ας λένε.„ "Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις!„ "Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Άη Γιάνη, Και θέμιασέ μας ο παππάς με περισσό λιβάνι.„ Και παραμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε.

Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά. Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω· «.... Μωρέ Γιάνη, πάμε, να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; τάκουσες πώς κελαϊδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά.

Πίστευε και συ πως θα σε κάμη καλά η Παναγία και το θαύμα θα γενή χωρίς άλλο. — Ας με λυπηθή, μπλειο η χάρη τση, είπε μαναστεναγμό η άρρωστη. Πάλι και δε θέλει να με γιάνη, ας με πάρη σκιάς γλίγωρα, να πάψουνε τα βάσανά μου. — Θα πάψουνε. Η Παναγία θα μου δώση την υγεία σου να σου τη φέρω. Και με πόση χαρά θαρθώ! Θα πετάξω. — Και πόσον καιρό θα κάμης στη Μεσαρά;

Να χαθής από δω, σκυλόπιστη, που αποκοτάς να μου κάμης και τον παλιόσταυρό σου! Κι άφαντη η Ασήμω. Έγερνε ο ήλιος κατά το βουνό, ως δυο ώρες να βασιλέψη. Όλοι οι δικοί συναγμένοι στου Γιάνη να παρηγορήσουνε τους θλιμμένους, κι ας είχαν ατοί τους ανάγκη παρηγοριά, που τέτοιος πανώριος κρίνος σε μια δύσεχτη ώρα έπεσε και μαράθηκε.

Έχε γεια, μαννούλα μου, έχετε γεια όλοι σας, Φροσύνη, Γιάνη, αγάπη μου, έχετε γεια . . . — Αχ, μωρέ, πικρός που είνε αυτός ο αναθεματισμένος ο χωρισμός! Ένα πράμα κομπώνει εδώ στο λαιμό μου, εδώ, εδώ. ...» Και δεν μπόρεσε άλλα να πη. ΤΗΝ πέρασε την ζωή του κι ο γέρος ο Ανέστης στη ξενιτειά, ζωή παραδαρμένη, καραβοτσακισμένη ζωή.

Και κατές πότε θαποθάνω; Όντε θα πέφτουνε τω δεντρώ τα φύλλα. Σαν έν' απ' αυτά τα μαραμένα φύλλα, κεγώ θα πέσω και τανέμου το φύσημα θα με πάρη. — Μα δε σούπα να μην τα λες αυτά; Εγώ στην Καλυβιανή, που πήα, την επαρακάλεσα και θα σε γιάνη. Και κάθ' αργά στην προσευχή μου για του λόγου σου παρακαλώ Μα γιατί να μην πας κη ίδια στην Καλυβιανή, απού κάνει μεγάλα θαύματα;

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν