Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Έτσι την είχε δει την μέρα της φυγής, ακίνητη εκεί πάνω, όμοια με καπετάνιο που εξερευνά με το βλέμμα το μυστήριο της θάλασσας… Πόσο βαραίνουν αυτές οι αναμνήσεις! Βαραίνουν σαν τον κουβά γεμάτο με νερό που τραβάει προς τα κάτω, προς το πηγάδι.

Μα ύστερ' από την ιστορία του γράφει από τη μια ένα εγκώμιο του Ιουστινιανού χοντρές κολακείες γεμάτο, κ' εκεί μέσα ιστορεί τα μεγάλα του χτισίματα· κι από την άλλη κρυφοπλέχτει τα περίφημα του «Ανέκδοτα», κ' εκεί όχι μονάχα ακυρώνει κάθε εγκωμιαστική λέξη του άλλου του βιβλίου, μα και λόγια δε βρίσκει να παραστήση την κακοήθεια και την κακορριζικιά και του βασιλέα και της βασίλισσας, και των άλλων της εποχής του μεγάλων· ως μήτ' ανθρώπους πια δε θέλει να τους πη στ' «Ανέκδοτα», παρά τους λέει «τέρατα» που κατεβήκανε να ξολοθρέψουν τον κόσμο.

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος. Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ' έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα!

Αυτό το λιμάνι ήτανε το Βάιζεφορ, όπου κοίτονταν νεκρός ο Μόρχολτ, και η κυρία τους ήτανε η Ιζόλδη η Ξανθή. Μόνη αυτή, γνωρίζοντας τα φίλτρα, μπορούσε να σώση τον Τριστάνο. Αλλά μόνη αυτή μέσα σ' όλες της γυναίκες ήθελε το θάνατό του. Όταν ο Τριστάνος, ζωογονημένος από τα γιατρικά της, ανέλαβε και ξαναύρε της αισθήσεις του, κατάλαβε ότι τα κύματα τον είχαν ρίξει σ' ένα τόπο γεμάτο κινδύνους.

Είχε φύγει από το κτηματάκι με η βεβαιότητα ότι κάτι εξαιρετικό θα συνέβαινε, κοιτάζοντας όμως προς τα επάνω τη σκάλα του φάνηκε ότι και ο ντον Πρέντου ήταν λυπημένος, σχεδόν άρρωστος, και ότι δίσταζε να κατέβει, κρατώντας στο ένα χέρι το κλαδευτήρι που γυάλιζε και στο άλλο μια κληματίδα, η βιολετιά άκρη της οποίας έσταζε, όπως από ένα δάχτυλο κομμένο σταγόνες αίμα. «Περίμενε να τελειώσω ή μήπως βιάζεσαι να φύγεις;», είπε ο ντον Πρέντου, αλλά αμέσως συνήλθε, κάτι θυμήθηκε, και κατέβηκε βαρύς, αφήνοντας τον Έφις να τραβήξει στην άκρη τη σκάλα. «Να», άρχισε, όταν βρέθηκαν στο ισόγειο δωμάτιο που ήταν γεμάτο ήλιο και σκιές από χελιδόνια, «να, πρέπει να σου πω κάτι…», και δίσταζε κοιτάζοντας τα χέρια του, «να, θέλω να παντρευτώ τη Νοέμι

Και απ’ έξω ο ντον Πρέντου ξερόβηξε, σημάδι επιδοκιμασίας, ενώ ο μαγαζάτορας σκαρφάλωνε πάνω σε μια ξύλινη μικρή σκάλα. «Όλα γερνούν και όλα μπορούν να ξανανιώσουν, σαν τον χρόνο», αντέτεινε ο Έφις, παρακολουθώντας με τα μάτια τη λεπτή φιγούρα του Μιλέζου που φορούσε ακόμη το μακρύ τριχωτό πανωφόρι του χωριού του. Το μαγαζάκι ήταν μικρό αλλά γεμάτο έως απάνω.

Το κορίτσι αυτό εδώ επάνω εις το βουνό ήτο δροσερό, 'σάν το λευκό το χιόνι, γεμάτο σφρίγος σαν το τριαντάφυλλον των Άλπεων και ταχύπους σαν το ζαρκάδι, αλλά όμως από την πλευράν του Αδάμ φιασμένο, όπως και ο Ρούντυ.

Ή μήπως των πλουσίων τα πλούτη θα σαρώσης; ή μήπως το πουγγί σου θα 'βρίσκεται γεμάτο; ή τάχα θα 'μπορέσης το σπήτι να πληρώσης, που έκτισες με χρέος 'στόν Φαληρέα κάτω; Και αν δεχθής ακόμη σαν τον Αναξιμένη πως ο αήρ το Σύμπαν και άπειρον σημαίνει, θαρρείς πως θα περάση και μόνον μια ημέρα, που δεν θα καβουρδίσης κοπανιστόν αέρα;

Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα.

Το άνοιξε και έρριψε μέσα κάρβουνο κοπανιστό, μια κουταλιά αδιάργυρο, μια φούχτα αλογόπετρα, ένα κλαδί δενδρολίβανο και ένα βώλο νισαντήρι. Τα ανακάτεψε με μια χρυσή κουτάλα και αμέσως εζεστάθηκαν, εκόρωσαν, εφλογοβόλησαν, έπειτα εκρύωσαν, εκρουστάλλιασαν, και ευρέθη το καζάνι γεμάτο διαμάντια μεγάλα σαν τ' αυγά της περιστεράς.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν