Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Να, θέλω ένα χρώμα για το βάθρο της Δόξας μου· τόσον καιρό παιδεύουμαι κι ακόμα να το βρω. — Πού ξέρω γω, η φτωχή, από τέτοια. — Μ... βέβαια· πού να ξέρης εσύ από τέτοια! είπε με λύπηση. Έπειτα κυττάζοντας το πρόστυχο πλέξιμό της επρόσθεσε ξαναβρίσκοντας την όρεξη του·Δουλειά, βλέπω, δουλειά! έτσ' είσαστ' εσείς οι προκομμένοι! ... — Τι να κάνουμε· είπ' εκείνη χαμογελώντας πονηρά.

Δεν καταλαβαίνεις πως η Λέλα είναι μια ελαφρά γυναίκα, που πρέπει να παύσης πια να τη συλλογίζεσαι. Ανοησίες. ΦΛΕΡΗΣΕγώ ξέρω τι είναι. Δεν το ξέρεις εσύ. Μη μ' εμποδίζης γιατρέ. Θα την ιδώ, πρέπει να την ιδώ και αμέσως! Δεν μπορώ να έχω πια αυτό το βάρος απάνω στο στήθος μου. Θα τη βρω όπου και νάνε. Όχι, Τάσσο. Όχι. Για την αγάπη της κόρης. Σου το απαγορεύω. Οι παραπάνω, Μ — ΑΡΓΥΡΗΣ

Να βρω το ναύλο μου και να φύγω...» Τώμαθε ο Γερο-Τρακοσάρης. Μια μέρα με βρίσκει κάτω στο γιαλό. Με αποπήρε. «Έχεις μυαλά, Νικόλα παιδί μου, ή δεν έχεις; Με τα μυαλά των γυναικών αρμενίζεις; Γιατί δεν αφίνεις το παιδί να πάη στην Αμέρικα, να ιδήτε και σεις Θεού πρόσωπο; Τι να τον κάνης εδώ που τον φυλάς; Δε βλέπεις την κατάντια του νησιού μαςΝα τον στείλω μαθές, είπα κ' εγώ.

Εξελθών δε του κήπου και οχυρωθείς όπισθεν χονδρού κορμού ελαίας εφώναξε προς τον Στρατήν, όστις εξηκολούθει να παλαίη προς την αδελφήν του: — Μόνο 'γειά, μωρέ, και να σε βρω θέλω 'γώ και χώρις τουφέκι! Η Πηγή ανέπτυξεν υπερανθρώπους δυνάμεις διά να συγκρατήση τον αδελφόν της και να δώση καιρόν εις τον Μανώλην ν' απομακρυνθή.

Το μυστηριώδες τούτο κλαύμα ματαίως εδοκίμαζε να κατασιγάση με το άσμα το παραπονετικόν και ρεμβώδες, το οποίον υπεψιθύριζε. Μανούλα μου, ήθελα να πάω, πάω να φύγω να μισέψω του ροιζικού μου από μακρυά την πόρτα ν' αγναντέψω. στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω, κ' εκεί να βρω τη Μοίρα μου, και να την ερωτήσω . . .

Και πάλιν ο Αγάλλος ησθάνθη κρυφίαν ανασκίρτησιν εις το φανερόν, εκρέμασε το κεφάλι κ' είπε: — Καλά, τα γενόμενα ουκ απογίνονται. Εξήλθε να περιπατήση ανά τα στενά σοκάκια του Κάστρου, διέσχισε κατά μήκος τας συνοικίας, έφθασεν έως της Αναγκιάς το κανόνι, εις την υψηλήν βορειοτέραν άκραν, και μέσα του εμελετούσε κ' έλεγε: — Καλά, εγώ τώρα τι να κάμω; Ή πρέπει να βρω νύφη ή να καλογερέψω.

Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γώ. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θεά της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω.

Ανοίγει η καρδιά μου, άμα τα πατήσω τα χώματα εκείνα, τάγια χώματα της Αθήνας. Έλεγα μέσα μου· «Πού αλλού στην Ελλάδα θα βρω τέτοιους ρεπορτέρηδες; Πού τόσους φίλους και φημερίδες τόσες; Πού θα γελούν οι δρόμοι όπως γελούνε στην Αθήνα;» Μ' άρεσαν όλα και τα καμάρωνα όλα.

Αλλοίμονο! έχασα τον πατέρα μου, το μόνο πράγμα που μου έμενε στον κόσμο! Και το απελπιστικώτερο ακόμα, τον έχασα σε μια στιγμή που ήταν θυμωμένος μαζί μου! Τι θα γίνω η δυστυχής! και τι παρηγοριά μπορώ να βρω ύστερα από μια τέτοια στέρησι; ΚΛΕΑΝΘΗΣ Μα τι έχεις, Αγγελική μου; τι δυστύχημα σου συμβαίνει και κλαις έτσι;

Πώς θάβγει ακόμα αφτή η δουλιά κανείς δεν καλοξέρει, αν για καλό μας ή κακό θ' αφίναμε την Τροία. 253 Μον ένα λόγο θα σου πω που θα τον δεις να γίνει. 257 Έτσι αν σε τύχω άλλη φορά σαν τώρα να σαλιάζεις, δε θέλω το κεφάλι μου στους ώμους πια να στέκει, ή πίσω ζωντανό να βρω στο σπίτι το παιδί μου, 260 αν δε σε πιάσω κι' όλα σου τα ρούχα αν δεν σ'τα βγάλωτην κάπα, το πουκάμισο, κι' όσα φοράς στη φύσηκαι μ' άσκημο απ' τη συντυχιά στυλιάρι αν δε σε διώξω, που έτσι κλαμένος και γυμνός να τρέχεις στα καράβια

Λέξη Της Ημέρας

λεβέντην

Άλλοι Ψάχνουν