Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Γιατί δυο χρόνια την τηρώ 'ς τα μάτια της μ' αγάπη, Κι' ακόμα δεν της τώδειξα, και δεν της τώπα ακόμα. Πήραν τ' απόσκια 'ς τα ριζά κ' ετσάκισε το κάμμα, Βγήκε τ' αγέρι απ' ταις σπηλιαίς κ' εδρόσισε τον κάμπο, Κ' η αργατειά ξανάσανε, κ' η ώμορφαις θερίστραις Έβγαλαν τα μαντήλια τους, κ' ελάμψαν η ωμορφιαίς τους Μέσα 'ς τα στάχυα τα χρυσά σαν νάτανε Νεράιδες.
Βγήκε η άδεια για το γάμο με κάποια συρταφέρτα όμως για το λίγον καιρό πούχε περάσει απ’ τη θανή της Βεργινίας: τα φρόντισε όλα, με το μέσο ενός διάκου που γνώριζε στη Μητρόπολη, ο Περικλής ο χοντρέλης, που τάχε χαλασμένα τώρα κι αυτός με το Μίμη κ' ήθελε και καλά και σώνει να γίνη αυτός κουμπάρος.
Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.
Μα τι τα θέλει κι' όλα αφτά ψιλολογά η καρδιά μου; Ξέρω, απ' τον κίντυνο οι δειλοί ξεκόφτουνε, μα αν είναι πρώτος κανείς στον πόλεμο, αφτός — δεν έχει — πρέπει να στέκει πάντα ασάλεφτος, ή να σφαχτεί ή να σφάξει.» 410 Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθη, να και πλακώνουνε οι σειρές των αλογάδων Τρώων και τόνε ζώνουν, μα κακό της κεφαλής τους βγήκε.
Απ' την καρδιά της 'βγήκε! Απέθανε! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ποιος πέθανε, ω άνθρωπε! Ομίλει! ΑΞΙΩΜ. Απέθαν' η γυναίκα σου, αφού την αδελφήν της την εφαρμάκευσε! Αυτή μόνη της μου το είπε. ΕΔΜ. Και εις τας δύο των εγώ υποσχεμένος ήμουν. Και των τριών μας γίνονται διά μιας οι γάμοι! ΕΔΓΑΡ Ιδού ο Κεντ! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ή ζωντανά ή και αποθαμένα, τα σώματά των και των δυο εμπρός μας φέρετέ τα.
Και με κίνημα περιφρονητικό βγήκε από την τραπεζαρία και πήγε στο γραφείο του. Μα εκεί θυμήθηκε, τα σχέδια που έκανε με την Ελπίδα και γαλήνεψε αμέσως. Άναψε τη λάμπα του και κύτταξε περίγυρα. Τα προγονικά λείψανα ήταν όλα στη θέση τους. Πόδια, χέρια, κεφάλια, κορμιά κάθονταν απάνου στα βάθρα τους περήφανα, λες κ' είχαν νικημένο το Χάρο.
Αυτά 'πε δοκιμάζοντας τον άνδρα της, και κείνος της συνετής του γυναικός με θλίψιν αποκρίθη· «Τώρ' είπες λόγον, ω γυνή, 'που την καρδιά μου σχίζει· την κλίνη ποιος μου 'φερε αλλού; δύσκολο και τεχνίτης καλός θα το κατώρθονε· μόνον θεός αν έλθη 185 ακόπως θα την έπαιρνεν, αν θέλη, 'ς άλλο μέρος· αλλά θνητός δεν την κινεί, και αν άνδρας είναι νέος· επειδή μέγα ευρίσκεται 'ς την εργασμένην κλίνη θαύμα· κ' εγώ το μόρφωσα με τέχνη, κανείς άλλος, μες την αυλήν ήταν φυτό μακρόφυλλης ελαίας, 190 ολόχλωρ', ολοφούντωτο, και στύλου πάχος είχε. ολόγυρά της θάλαμον εσήκωσα κτισμένον με πυκνούς λίθους, κ' έθεσα σκέπην επάν' ωραίαν, πρόσθεσα και θυρόφυλλα καλά συναρμοσμένα. και, αφού την κόμην έκοψα της φουντωτής ελαίας, 195 με τέχνην τον γυμνόν κορμόν σκεπάρνισ' απ' την ρίζα, κ' έπλασ' αυτόν κλινόποδα με στάφνην ισιασμένον, και τρύπαις τόρνευσα παντού· και αυτούθ' εγώ την κλίνην άρχισα και την μόρφωσα μ' εντέλειαν, ως 'που βγήκε όλη ελεφαντοκόλλητη και αργυροχρυσωμένη· 200 και ταύρου μέσα ετάνυσα λουρί πορφυρωμένο. ιδού, σου εφανέρωσα το γνώρισμα και αν μένει η κλίνη μ' άσειστη, ω γυνή, δεν ξεύρω, ή της ελαίας τον πόδ' αν κάποιος έκοψε και αλλού την έχει φέρει».
Όλη αυτή η ανοιχτόκαρδη γειτονιά δική σας είναι τώρα. Κάθε πόρτα ορθάνοιχτη, κάθε κατώφλι πιασμένο. Από κοντά σας περνώ, και μυρίζετε σα βασιλικός, σαν αξεδίπλωτο μαντιλάκι, ότι βγήκε από μοσκομυρισμένο σεντούκι.
Όμως αυτός ήταν νέος — μονάχα εικοσιπέντε χρόνων — και γρήγορα βγήκε έξω από τα πεθαμένα μαύρα νερά, όπως τα έλεγε, στην ευρύτερη ατμόσφαιρα της ανθρωπιστικής αναπτύξεως.
Έμενε κρεμασμένος στη μητέρα του και μου φώναζε από μακριά, θριαμβευτικά γιατί βγήκε αληθινή η προαίστηση του και με κάποια δόση δυσαρέσκειας γιατί έδειξα δυσπιστία στην προαίστηση: — Βλέπεις που ήρθε! Βλέπεις που το ήξερα! — Είσουνα μέσα και κοίταξες, είπα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν