Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη 505 'ς τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο• «Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510 ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».
Κι ως τόσο ένας τους — ο Εξαποδός πρέπει να τονε σκούντηξε — βγήκε από το δρόμο του να μαζέψη για το ζω του χορτάρι. Και μαζεύοντας παίρνει το μάτι του το καλύβι! Ζυγώνει σιγανά σιγανά μην τύχη κ' είταν άντρες εκεί κοντά. Χτυπάει και ρωτάει ποιος κατοικούσε εκεί μέσα κι αν είχε άντρες. Πρόβαλε η γυναίκα από το παράθυρο κ' είπε όχι. Την προστάζει τότες να ξεμανταλώση την πόρτα.
Ο πρώτος Γραικός που είπε τες αντίς τας, δε θάλεγε στη ζωή του το τες, αν πρώτα δεν ήξερε το τας. Και το τας από πού το πήρε; Το είχε ακούσει από τους αρχαίους κι από τότες το γνώριζε. Σαν που σώζεται το φιλέω μέσα στο φιλώ , έτσι σώζεται και το τας μέσα στο τες . Η καινούρια μας αφτή αιτιατική είναι παιδί της παλιάς αιτιατικής τας · από μέσα της βγήκε.
Ο Νίκος όμως δεν ήτον τυφλός κι ούτε κουφός να μην ακούη τα τι λέγανε στη γειτονιά και προ πάντων τα κορίτσια καθώς περνούσε: «Κρίμας το νέο να πάρη εκείνη τη χτικιάρα !» Μια μέρα βγήκε η Βεργινία απ' την πόρτα του σπιτιού της ναδειάση το κασσόνι με τα σκουπίδια πίσω από τη γωνιά της μάντρας, κατά το βουνό, που ήτανε σωροί-σωροί λιθάρια και σπασμένα μπουκάλια και πιάτα και παλιόχαρτα και πάτοι από ντενεκέδες και στριφογυρισμένα τσέρκια από βαρέλια και λαμποκοπούσαν όλα στον ήλιο σα θησαυροί ατίμητοι.
Ώχ! κακορροίζικος εγώ! τι ξύλο που μου πρέπει! με μια γυναίκα να μπλεχθώ απάνω στα γεράματα, να πάθω τέτοια πράματα! γιατί αυτή κάτι καλό δεν βγήκε να μου φτιάση. . . Εν τούτοις μ' έσφιξε η κοιλιά κ' είνε καιρός ν' αδειάση. ΑΝΗΡ Τις ει!. . . Δεν είν' ο Βλέπυρος που είν' εκεί στο βάθος; μα το θεό, ο γείτονας. . . αυτός. . . δεν κάνω λάθος.
Εγώ, δεν είτανε δα και πρώτη φορά που έμενα μοναχή μου. Μαγείρευα το φαεί, κ' έκλωθα, σαν καληώρα. Ότι βγήκε ο γέρος, κι αρχινάει το κακό. Μια πας στην άλλη αστραπές και βροντές. Έκανα το σταυρό μου και κάθουμουν έτσι κοντά στη φωτιά. Δεν πέρασε όση ώρα το λέγω, κι αρχινάει κ' η βροχή. Άρχισε δεν άρχισε η βροχή, και να σου χώνουνται μέσα στο καλύβι δυο Τουρκαλάδες!
Αρχίσανε να μαλλώνουν κι αναμεταξύ τους. Αυτό ζητούσε κι ο Θεοδόσιος. Ήρθε η ώρα του να το λύση το ζήτημα. Βγαίνει λοιπόν και τους αγοράζει έναν έναν τους Αρχηγούς με δώρα και μ' αξιώματα, και τους παίρνει μέσα στον Αυτοκρατορικό το στρατό. Ένας τους τότες, ο Μοδάρης, τόσο πιστός έμεινε στον Αυτοκράτορα, που βγήκε ύστερα και χτύπησε τους πατριώτες του κ' έσφαξε ως τέσσερεις χιλιάδες τους.
ΑΝΑΤ. Εφ' — σφίχτηκα — ακόμα ντιαταγή ντε βγήκε τζάνουμ, ντιοιτητή είναι φίλο μου γιατί άργησε έτζι για; — να βράντιασε — χάψι τα κοιμητούμε απόψαι... κανένα ντεν έχω να στείλω, νε ντούλο έχω μαζή μου, νε τίποτα... τούτοι ούλοι χαμπάρι ντεν έχουνε... εμένα ιψυχή μου πολύ ισφίκτηκε... άτζαπα να κάμω άλλο ένα αναφορά πώς γένεται; λογιώτατο τώρα ντε τα γράψη μπιλέ, τα ζαλίσει κεφάλι μου... είναι μπουταλά... τι να κάμω ντε ξέρω!... σάμπρι τα κάνω αρτίκ, γένηκε.
Πράγματι πάω να πιστέψω πως κάθε μύθος και θρύλος που μας φαίνεται ότι βγήκε από το Θαύμα ή το φόβο ή τη φαντασία μιας φυλής ή ενός έθνους ήταν στην αρχή του εφεύρεση ενός μονάχα νου. Ο παράξενα περιωρισμένος αριθμός των μύθων μου φαίνεται πως μας οδηγεί σ' αυτό το συμπέρασμα. Μα ας μη πελαγώσουμε τώρα σε ζητήματα συγκριτικής μυθολογίας. Ας κρατήσουμε τη θέση μας στο ζήτημα της κριτικής.
Όπως τόμαθα υστερώτερα, δηλαδή σα βγήκε το γράμμα μου — γιατί έβαλε και μια σημείωση, στην αρχή, μαζί με το γράμμα μου, η «Εφημερίδα» — ο κ. Α. Γ. Η., που λέει τάρθρο μου, είναι ο κ. Αγησίλαος Γιαννόπουλος Ηπειρώτης. Καμιά ιδέα, κανένα σκοπό να τον πειράξω δεν είχα. Όσα έλεγε τότες, πόσοι δεν τα ξαναείπαν κατόπι, και με τι ύφος και με τι χοντροβρισιές! Ο κ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν