United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφθασα »'Σ του Μέτσοβου τη ράχη, » Κοντάτο γλυκοχάραγμα, » Που ο πετρίτης 'βγαίνει.» « Κ' εκεί με του Αβδή-πασσά » Τ' ασκέρια πολεμάω. » Τα καταστρέφω. Έφυγα «'Σ το 'Νάπλι κατεβαίνω. » Και από αρχιστράτηγος » Στρατάρχης ανεβαίνω. » Εκεί 'πεθνήσκω. Τούρκους πλειό » Δεν 'μπόρεσα να φάω.» Ο Γρίβας εσιώπησε.

Ως τώρα δα θωρούσαν Την &έξοδο& απ' τα τείχηα του κ' έκαναν το σταυρό τους· Ύστερα, 'σάν τα Τούρκικα τ' ασκέρια, τον οχτρό τους, Είδαν 'σάν κύμα να χυθούν 'ςταίς θύραις τους, 'στά τείχηα, Και 'σάν αγρίμια να πηδούν, να κρέμωνται απ' τα 'νύχια, Τρέχουν κατά τη θάλασσα, καιτου πελάου την άκρη Μέσα σε πύργο πούχανε μπαρούτη σωρειασμένη Κλειούνται με μιας και σταίνουνε χορό, 'σάν ανδρειωμένοι, Σαν νάτανετα νειάτα τους, δίχως καϋμό και δάκρυ, Του απελπισμένου αυτού χορού είνε ο Καψάλης πρώτος.

Τότε απαντά η θεά Αθήνα, του Δία η θυγατέρα «Ναι έτσι, προφυλαχτή, ας γένει, και με την ίδια γνώμη ήρθα κι' εγώ οχ τον Έλυμπο κατά τα διο τα' ασκέρια. 35 Μον έλα, πώς τον πόλεμο σκοπέβεις ναν τους πάψεις

Κι' όταν σε λίγο φτάσανε σιμά στα διο τ' ασκέρια, τότες ξεπέζεψαν στη γης που θρέφει κάθε πλάσμα, 265 και μες στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων. Τότ' όρθιος τ' Άργους μονομιάς σηκώθηκε ο αφέντης, όρθιος και του Λαέρτη ο γιος.

Ο Σουλτάνος γυρίζοντας το πίσω του μήνυσε τούτα. «Τέτοια και καλύτερα σπαθιά έχω κ' εγώ μέσα στ' ασκέρια μου αμέτρητα και δεν επίστεψα πως μ' ένα τέτοιο και συ κατορθώνεις τα όσ' ακούω και δοκιμάζω θάμματά σου».

Με τα τραγούδια τα πολλά, με τα βαρειά τουφέκια. Σαν να εσηκώθη ο βασιληάς κ' εσύναξε τ' ασκέρια Κι' όλον τον κόσμο εκάλεσε να πάη να πολεμήση; — Ο Φλώρος κάνει τη χαρά, παντρεύει τον υγιό του, Τον γυιό του τον μονάκριβο, τον μοσκαναθρεμμένο, Κι' όλον τον κόσμο εκάλεσε κι' όλο τ' αρχοντολόγι.

Σιμά του εκεί ο πολύξερος Δυσσέας καρτερούσε, και δίπλα των Κεφαλληνιών το δυνατό φουσάτο. 330 Τι δεν τους άκουγε ο λαός ακόμα το γιουρούσι, μόνε των Τρώων κι' Αχαιών τα φοβερά τ΄ ασκέρια ότι άρχιζαν να ξεκινούν, κι' εκείνοι καρτερούσαν κάνα άλλο τάγμα Αχαιϊκό να δουν να προχωρήσει, να δώσει τράκο των οχτρών κι' ο πόλεμος ν' ανάψει. 335 Κι' άμα τους είδε ο βασιλιάς, ναν τους μαλώνει αρχίζει, και κράζοντος τους τούς λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Ω θεοπαίδι Μενεστιά, του Πετεού βλαστάρι, κι' εσύ ω απάτης μάστορη, παμπόνηρο κεφάλι, τι κρύβεστε κι' από μακριά τους άλλους καρτεράτε; 340 Έπρεπε εσείς να στέκεστε μες στη σειρά των πρώτων και με τους πρώτους τη φωτιά της μάχης ν' αντικρύστε.

Μια 'μέρα αγνάντιατο νησί ακούστηκαν τουφέκια, Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια· Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου. Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.

Δεν τον ακούει ο αφέντης του, τον έχει αφωρεσμένον, Και στέλνει ασκέρια αμέτρητα που τον βαστούν κλεισμένον Και θέλει το κεφάλι του φερμένοτο σιντόνι, Στέλνει πασάδες τον Χουρσήτ με τον Ομέρ Βρυώνη. Κι' ο Αλή-Πασάς τόσο καιρό δεν δίνει τα κλειδιά του Κλεισμένος μέσ' 'ς το κάστρο του 'σάν λύκος 'ςτή φωλιά του.

Και στην αμπελωτή Φρυγιά μούτυχε εγώ να σύρω, και Φρύγες είδα αμέτρητους με παρδαλά πουλάρια, 185 του ξακουσμένου Μύγδονα και του Οτριά τ' ασκέρια που τότες είχαν σύνοδο στου Σαγγαριού τους όχτους· τι πήγα εκεί βοηθός κι' εγώ κι' ενώθηκα μαζί τους το χρόνο που οι αντρόκαρδες πλακώσανε Αμαζόνες· μα τόσοι σαν τους Δαναούς δεν είταν μήτε εκείνοι190