Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Πρώτος; Πρώτος· τι μ' έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση, με το μεγάλο δάχτυλο γατζωμένος στο σχοινί κ' έβλεπα κάτω χάος τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Εμέθαγα συγκρίνοντας μαζί μου το πουλί που στο άγνωστον ουρανοδρομεί γεμάτο περηφάνεια και θρίαμβον. Εθάμπωνα με την έξαρσί μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς με θλίψι τους έβλεπα.
Πώς απ' αλαργινό νησί βγαίνει φωτιά και φτάνει ως στον αιθέρα, από καστρί πούχουν οχτροί ζωσμένα, τι βγαίνουν όξω οι κάτοικοι και μάχουνται ολημέρα 210 σ' ανατριχιάρη πόλεμο, μα σα βουτήσει ο ήλιος ανάβουν σύδετες φωτιές — κι' η λάμψη ως στα ουράνια ψηλά πηδάει — για ναν τη δουν γειτόνοι κι' ίσως τρέξουν οχ το χαμό με καραβιών βοήθια να τους σώσουν· έτσι απ' την κόμη του έφτανε κι' η λάμψη ως στον αιθέρα.
Είπε, μα δεν τους ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα. Έτσι οι αρχόντισσες λοιπόν θερμοπερικαλιούνταν, κι' ο Έχτορας τότε έφτανε στον πύργο τ' Αλεξάντρου, πού' χε τον μόνος του έξοχο φτιασμένο με μαστόρους τους πιο καλούς που βρίσκουνταν στην Τροία τότε χτίστες 315 που σάλα τούφτιασαν κι' αβλή και τούφτιασαν γιατάκι μες στο καστρί, στου Έχτορα σιμά και στου Πριάμου.
Θεόρατη πέτρα έμοιαζε στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια εξεχώριζαν ένα κ' ένα στον γλαυκόν αιθέρα θαυμάσια. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους παπαφίγγους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το σωτρόπι ημπορώ να ειπώ πως είδα. Το μάτι μου παντοδύναμο έκανε κρύσταλλο το ξύλο κ' έφτανε στα έγκατά του.
Το φεγγάρι ψηλά από το μικρό παράθυρο πάνω από το σεντούκι έριχνε μια ασημένια λωρίδα φωτός που έφτανε μέχρι το ξερακιανό της στήθος και από το άνοιγμα του πουκαμίσου φαινόταν το χρυσό νόμισμα περασμένο στο δερμάτινο κορδόνι που είχε πια μαυρίσει. Ο Τζατσίντο όμως δεν έμεινε ικανοποιημένος.
Ολογάλαζη εμπρός η θάλασσα άστραφτε και επαιγνίδιζε κ' έφτανε γλώσσες — γλωσσίτσες στα πόδια του· το ερράντιζε με τον χλιαρόν αφρό της, το εμύρωνε με τον αρμυρόν ανασασμό της και του εκελαδούσε μυστικά κ' εμπιστευμένα. — «Έλα, έλα, του έλεγε, να σε πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ' αναστήσω μ' ένα μου φίλημα· ψυχή να σου δώσω και νεύρα και περπατησιά.
Η Ελπίδα με το κεφάλι σκυμμένο στη νεκρή φαινότανε βυθισμένη στους κόσμους τους δικούς της· ούτε πρόσεχε ούτε άκουε το λόγο. Ο Δημητράκης όμως είχε άλλες σκέψες. Από την ώρα που είδε στο κατώφλι τον Αριστόδημο εμάντεψε το σκοπό του· ο θυμός του άναψε. Δεν έφτανε που την πέθανε με τις αμυαλιές του· ήρθε και να την ρεζιλέψη!
Για να καταλάβη ο κόσμος πως είναι παιδιά των Ελλήνων και που μπορούν και κείνοι να βγούνε με τους αρχαίους, τους έφτανε να δείξουν την Ακρόπολη και να πουν· «Είναι δική μας· χύσαμε το αίμα μας για να γίνη ακόμη πιο περίφημη». Στην Ανατολή όμως έμεινε η καθαρέβουσα.
Κάτω από τα παράθυρά μας τα κύματα κυλούσαν απάνω στις πέτρες κι όσο μακριά έφτανε το μάτι, έβλεπε μόνο τις λευκές κορφές απάνω στη σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας και τα μικρά βραχόνησα, που γύρω τους σπάζανε τα κύματα. Σαν καταρράχτες από λευκό αφρό ορθωνόντανε ψηλά τα κύματα, σπρωγμένα από το βάρος ολάκερης της θάλασσας, που τα στρύμωχνε από τη δύση.
Με το χέρι, με το ποδάρι, με το κεφάλι, χτύπα. Του κάκου. Δεν γκρεμνά. Τίποτις δε βλέπω. Ώρες, μήνες, χρόνια περνούσαν και τίποτις δεν έβλεπα. Ποιος το λέει πώς δεν μπορεί μάτι αθρώπου να κοιτάξη τον ήλιο; Στον ήλιο μέσα να ζούσα, δε θα μου έφτανε το φως του. Να φύγη, να ξεσκορπιστή το χάος αφτό που με σκοτώνει. Έπρεπε να γίνη, αφού την αγαπούσα! Είναι βράχος μια τέτοια νύχτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν