Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Αλλά ο Τριστάνος, για την τιμή αυτού του τόπου, πήγε και τον αντιμετώπισε, και κάθε μια από της πληγές που πήρε τότε έφτανε για να πεθάνη. Αυτός είναι ο λόγος που τον μισείτε, και γι' αυτό τον αγαπώ εγώ περισσότερο από σένα, Αντρέ, περισσότερο από όλους σας, περισσότερο από κάθε τι. Αλλά τι ισχυρίζεσθε πως ανακαλύψατε; Τι είδατε; Τι ακούσατε;
Τώρα όμως του γενούσαν άλλο αίσθημα. Έφτανε ένα και μοναχό λιθαράκι για να του φέρνη μπροστά ατόφιο κ' ζωντανό το καλλιτέχνημα· και κείνο πάλι έφτανε για να του δείχνη κινούμενη την προγονική ψυχή. Όσο που κατάντησε ατός και μοναχός του να σμίγη την ψυχή του βιβλίου με του μαρμάρου την ψυχή και να βγάνη μια ζωή ολόχαρη, παλληκαρίσια και δοξολουσμένη.
Μα να μην τον ανεμαζόνουνε και 'κείνοι που τον έχουνε; Ούτω απεστόμωνε και τον Σαϊτονικολήν, όστις πολλάκις υπώπτευσε τας συχνάς συναντήσεις αυτής της «παρακουζουλής» με τον «κουζούλακά» του. Οσάκις επεχείρησε να της κάμη παρατηρήσεις, η χήρα αντεπεξήλθε με αγανάκτησιν. Ορίστε! δεν έφτανε που είχαν βρη τον μπελλά των αυτή και η κόρη της από το γυιό, αλλ' είχαν από πάνω και τα λόγια του πατέρα.
Περίλυπος εστιν η ψυχή μου μέχρι θανάτου — Νικόλαος». Αισθάνθηκα κάτι να μου σφίγγη το στήθος. Πρώτη φορά ήταν που τον πονούσε η καρδιά μου. Ποτέ δεν τον είχα λυπηθή. Μα τώρα, δεν ξέρω, μου φαινότανε πως είχε πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του, και του τα συγχωρούσα όλα, ακόμα και τις ελληνικούρες του, έφτανε μόνον να μην έβλεπα εκείνο τον πικρό λόγο: «Εγώ δε θα σ' ενοχλήσω πια». Όλα του τα συγχωρώ.
Γιατί όταν έφτανε στον τελευταίο στίχο, το πήγαινε πια στα τέσσερα, τόσο γλήγορα, τόσο γλήγορα, σα να ήθελε να φάη την τελευταία λέξη και να την κρατήση για τον εαυτό του. Το πιάνο δεν μπορούσε να τον ακολουθήση και τούτο γιατί τα δυο ζευγάρια κάλτσες τα νόμιζε δικά του και το στίχο ολάκερο τον έπαιρνε σαν υπαινιγμό.
Ανέβαινε ένα βουνό, διέσχιζε ένα βοσκοτόπι, αλλά φτάνοντας στην άκρη του να σου ένα άλλο βουνό, μια άλλη πεδιάδα και στο βάθος η θάλασσα. Τώρα όμως περπατούσε ήρεμος και το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν το ότι δεν έφτανε στο τέρμα για να απαλλάξει από την παρουσία του σώματός του το σπίτι των κυράδων του.
Μα πώς να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; χέρια είνε, δεν είνε ατσαλοσίδερο! Την ώρα που άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην πρύμη ευρισκόταν. Και την ώρα που άπλωναν στην πρύμη, στην πλώρη έφτανε.
Η θεια Πασκαλιά δεν πολύπαιρνε από μαριολιές. Στα γουρουνάκια της περίφημη, καλή και για να πηγαίνη στην εκκλησιά, μα πιο μακρήτερα το μυαλό της δεν έφτανε. Κάτι άκουσε κι αυτή για το σκοτωμό του Πανάγου, μα να βάλη ο νους της δυο και δυο κοντά και να τα κάμη τέσσερα, αυτό δεν το κατάφερνε η θεια Πασκαλιά. Συλλογίστηκε μονάχα να πάη στο λείψανο, κ' έβαζε τη μαύρη της μαγουλήκα σαν έμπαινε η Ασήμω.
Έφτανε η τυφλή πίστη να τους δικαιώση. Ή αν τόπαιρναν για σημάδι άλλης εποχής, της πεθαμένης Αυτοκρατορίας μας, πάλι καλά. Εύγε τους και τρισεύγε τους. Μπορεί να ξύπναγαν μ' αυτό οι παλιές ελπίδες· ίσως να γινόταν δίστομο σπαθί η κοιμάμενη συνείδηση. Ποιος ξέρει; Μα όχι· τίποτ' απ' αυτά. Λείπουν κ' η τυφλή πίστη και το μεγάλο τόνειρο. Λείπουν, έσβυσαν, πάνε. Κ' ίσως δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ!
Και μήπως δεν έφτανε τόσο μόνο; Εγώ που την αγαπούσα, που την ήθελα όλη για μένα, πώς να μείνω, πώς να χαρώ μισή την εφτυχία μαζί της; Και δεν τόβλεπα πως το νόμιζε χρέος της να με πάρη; πως η καρδιά της πολεμούσε και πονούσε; Η καλή μου, η καημένη μου η Μοιρίτα! Δεν έφταιγε εκείνη. Έτσι το είχε φέρει η τύχη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν