Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Καθώς έκαιγε ο ήλιος και διψούσαν, ζητήσανε να πιούν. Η μικρή υπηρέτρια έψαξε να βρη κανένα ποτό, μέχρις ότου ανακάλυψε το μπουκαλάκι που είχεν εμπιστευτή η μητέρα της Ιζόλδης στη Βραγγίνα. — Ηύρα κρασί! τους εφώναξε. Όχι δεν ήτανε κρασί. Ήτανε το πάθος, η τραχειά χαρά, και η αγωνία η ατελείωτη, κι' ο θάνατος. Η μικρή γέμισε ένα ποτήρι και τώδωσε στην κυρία της.

Κ' έτσι το βράδυ βράδυ της μέρας εκείνης, που δεν τους έκαιγε πια το λιοπύρι, που ο μπάτης ψιλοφυσούσε, μοιρασμένοι σε παρέες οι στρατιώτες γλεντίζανε μέσα στην απλάδα με φαγοπότια και με παιχνίδια.

Η αναπνοή του σερνότανε βαρειά και βαθειά, ροχάλιζε σχεδόν-που δεν τόκανε ποτέ του. . . Κάτω απ’ τα πάπλωμα της Λιόλιας κάτι τάραζε. . τρεμοσάλευε: η Λιόλια έκλαιγε μ’ αναφυλλητά. . Έκλαιγε για τη δυστυχισμένη τη Βεργινία, για το φιλί του Νίκου που της έκαιγε ακόμα στα χείλια κι ως μέσα στην ψυχή της, έκλαιγε για τα χορό που τέλειωσε και για τα βιολιά που έπαιζαν πιο δυνατά και πιο γλυκά μόλις πήγαινε κοντά τους και τώρα σβήσανε για πάντα γιατί άμα σβήση κάτι και πεθάνη, για πάντα πεθαίνει!

Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξη στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε μέρες, από την πίκρα και τον καϋμό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κυττάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακρυά.

Έβγαλε τον πορφυρό μαντύα, έβγαλε το πλούσιο σάλι, και τάδωσε κι' αυτά. Έδωσε ακόμη το μπούστο της, και το φόρεμά της, και τα ποδήματά της τα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια. Κράτησε μοναχά επάνω της μια τουνίκα χωρίς μανίκια, και με τα μπράτσα και τα πόδια γυμνά, προχώρησε μπροστά στους Βασιληάδες. Γύρω οι βαρώνοι την κύτταζαν σιωπηλοί, κ' έκλαιγαν. Κοντά στα λείψανα των αγίων έκαιγε φωτιά.

Τα μεγάλα, καταγάλανα μάτια της, που ποτέ δεν είχανε βασιλέψει για να βλέπουνε τις ομορφιές του κόσμου, βασιλεμένα τώρα προς το χώμα, στάζανε δάκρυα μυστικά. Μα τώρα το φως έμπαινε από άλλο παράθυρο στις δυο ζυγές ψυχούλες. Τώρα η Μαρία έβλεπε με τα μάτια του τυφλού. Κι ο Πέτρος μέσα στο καμίνι που τον έκαιγε, μιλούσε με μια φωνή περίσσια γλυκειά, με μια φωνή δροσιά γεμάτη.

Θάτανε μεγάλη αμαρτία να τους χτυπήσω. Κι' αν ξυπνούσα τον Τριστάνο κ' ένας από τους δυο μας έμενε στον τόπο, πολύν καιρό θα μιλούσαν στη χώρα γι' αυτή την ντροπή, Αλλά θα κάμω έτσι ώστε, ξυπνώντας, να καταλάβουν, ότι τους έπιασα κοιμισμένους, ότι δε θέλησα το θάνατό τους, και ότι ο Θεός τους λυπήθηκε». Ο ήλιος, περνώντας από της χαραματιές, έκαιγε το πρόσωπο της Ιζόλδης.

Τι περίεργο γυαλί που είταν εκείνο! Όσες αχτίδες είχε ο ήλιος, όσες αχτίδες σκόρπιζε απάνω στη γις, τις έπαιρνε το γυαλί, τις περιμάζεβε μέσα του, τις συγκέντρωνε, τις έκαμνε μια φλόγα μοναδική. Οι μικροπολίτες έλιωναν έλιωναν ένας ένας· φαίνεται πως τους έκαιγε το γυαλί, και δε βαστούσε το τρυφερό τους το πετσάκι σε τέτοια φωτιά. Έτσι αφανίστηκαν όλοι κ' έμεινε η χώρα άδεια μια στιγμή.

Ένα δειλινό, που ο χειμωνιάτικος ήλιος έκαιγε σα να ήτανε καλοκαίρι κ' οι αύρες της θάλασσας σκορπούσανε ανοιξιάτικες μυρωδιές, η Παυλίνα με τον καινούργιο της αγαπητικό γυρίζανε, σαν πάντα, φορτωμένοι κυκλάμινα κι' αγριοβιολέττες, απ' το μακρυνό τους περίπατο.

Μα δεν ξεθαρρευότανε να σηκώση τη ματιά του κατά τη Βεργινία. . και χωρίς να κυττάξη μέσα, είπ' ένα δυνατό «Αντίο σαςκαι βγήκε κι αυτός έξω. . . Μα η Βεργινία είχε κλείσει τα ματόφυλλά της σα να μην ήθελε να δη πια τίποτα-σα να μην ήθελε να δη στα μάτια του Νίκου εκείνην τη λάμψη πούτον άλλη φορά δική της, πούτον το φως της ζωής της και τώρα της έκαιγε την ψυχή, γιατί έφεγγε για μιαν άλλη. Να μην αργήσετε !-τους φώναξε αποπίσω τους, ανοίγοντας την πόρτα, η Κερά Ελέγκω, γιατί θα νυχτώσω κ' έχω να βάλω τα ρούχα στο νερό-. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περπατούσαν, ο ένας μακριά από τον άλλον.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν