Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουλίου 2025
Αφτοί σαν είδαν τη Λενιό π' ανέβαινε τον πύργο, μίλησε ο ένας τ' αλλουνού αγάλια αγάλια κι' είπε 155 «Όχι! για πλάσμα σαν κι' αφτή δεν είναι κατηγόρια τόσον καιρό που σφάζονται οι Δαναοί κι' οι Τρώες! Αλήθια αθάνατη θεά λες είναι σαν τη βλέπεις.
Τω όντι εκ των υφ' εκάστης των Δυνάμεων εγγυηθέντων 20 εκατομμυρίων εξεδόθησαν: Υπό της Αγγλίας 19,838,805 φράγκα = 22,155,968 παλ. δραχμ. » » Ρωσίας 19,999,573 » = 22,335,533 » » » » Γαλλίας 17,400,661 » = 19,433,058 » » 57,229,040 63,924,559 Ήτοι μετοχαί αξίας ονοματικής 57 εκατομμυρίων φράγκων και 63 εκατομμυρίων των τότε Ελληνικών δραχμών.
Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. και 'ς την Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα 135 η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα, του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη• και τους δύο Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση, εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα. και αυτού 'ς την άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο 140 μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε. βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, 145 και απ' το καράβι ογλήγορα 'ς αγνάντιο βγήκ' επάνω, έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω• ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη, και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη, της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. 150 και αμέσως εγώ μέτρησα 'ς τα βάθη της ψυχής μου, τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω. κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτα 'ς το πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. 155 αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη, κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτού 'ς τον δρόμο μώστειλε, οπού 'ς τον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. 160 κει, 'πώβγαινε, το κτύπησα 'ς το ραχοκόκκαλό του, και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι. χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του• επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. 165 και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια, κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια, το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινα 'ς το πλοίο, 'ς τ' ακόντι στηριζόμενος• τέτοιο θεριό μεγάλο 170 να φέρω δεν θα δύνομουν 'ς τον ώμο μ' ένα χέρι. εμπρός 'ς το πλοίο το 'ριξα• κ' εσήκωσα τους φίλους, καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα• «ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμε 'ς τον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. 175 αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουν 'ς το καράβι, ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα».
Τότες βαριά στενάζοντας τους είπε ο Αγαμέμνος, ο δοξασμένος βασιλιάς, κρατώντας απ' το χέρι τον αδερφό του, ενώ μαζί βογγούσανε οι συντρόφοι «Αχ αδερφέ μου, ορκίστηκα λοιπόν το θάνατό σου 155 που μόνο σ' έστησα μπροστά για μας να πολεμήσεις, και να οι οχτροί σε λάβωσαν και πάτησαν τους όρκους.
Αφτός τρεις πίσωθε φορές τον έπιασε απ' τα πόδια 155 ναν τον τραβήξει θέλοντας κι' έκραζε ομπρός! στους Τρώες και τρεις φορές οι Αίιδες, ψημένοι μαχητάδες, τόνε βαρούνε απ' το νεκρό.
Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• «Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω, άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155 να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον, να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν