Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Μια φορά, την ώρα που κατέβαινε ανάμεσα από τις πέτρες, κοφτερές σαν μαχαίρια, έχοντας απέναντί της έναν ήλιο κρεμεζί καρφωμένο πάνω από τα βιολετιά βουνά του ΝτοργΚαλί, ένας κύριος την έφτασε, σιωπηλός, αγγίζοντάς τη στον ώμο. Ήταν ντυμένος στα χρώματα του ήλιου και των βουνών και στην όψη έμοιαζε με έναν γιό του ντον Τζάμε Πιντόρ που πέθανε νέος.
Παρόμοιος ήταν 'στό πρόσωπο κι ο γιδάρης τούτος. Παιδί ακόμα, παλληκαράς, κ' είχε τα κοντά του μαλλιά μεριές άσπρα και μεριές μαύρα. Παρασήμαδος άνθρωπος. Το πηγούνι του μακρύ, απόλαε το κατήφορο μυτερό τραχιό γένειο, μόλις ίδρωναν τα μουστάκια του, σπανός θα να γένονταν, η μύτη του γερακάτη, υπερβολικά καμαρωτή, έγγιζε με την άκρα της τ' απάνω αχείλι κ' έδινε στην όψη του μορφή μπούτσικου τράγου.
ΠΡΟΣΠ. Άλλαξες όψη, υιε μου, και φαίνεσαι στενοχωρημένος· καλοκαρδίσου· τώρα η ξεφάντωσές μας έπαυσαν· τούτοι οι παραστάτες μας, καθώς σας προείπα, ήταν όλοι πνεύματα, και εσκόρπισαν στον αέρα, στον λεπτόν αέρα· και, ίσα με ταθεμέλιωτο κτίριο τούτου του οράματος, οι νεφελοστεφάνωτοι πύργοι, τα λαμπρά παλάτια, οι ιεροί ναοί, και αυτή η μεγάλη σφαίρα, ναι, και όσα χωράει, όλα θα λυώσουν και όπως τανυπόστατο τούτο θέαμα εσβύσθη, ομοίως κ' εκείνα μήτε τρίμμα θαφήσουν κατόπι τους· είμεθα φτειασμένοι ωσάν τα ονείρατα, και τη μικρή ζωή μας περιζώνει ένας ύπνος.
Καθώς είδαμε όμως, παρουσίαζε κάποτε και πιο φρόνιμη όψη η ελκυστική αυτή τρελλοκόρη. Είχε και τους θεολόγους της, τους φιλοσόφους, τους ρήτορες, τα σκολειά και τα μοναστήρια, και τάλλα του παρδαλού εκείνου κόσμου συστήματα. Σάνε συνέβαιναν ταραχές στην Αντιόχεια, πάντα στο Ιπποδρόμιο άρχιζαν.
Η όψη του χλομή, αυστηρή· το μάτι σαν απόκοσμη λάμψη του φωτά· σα χήτη λιονταριού μακριά στην πλάτη του χύνονται τα ολόμαυρα μαλλιά. «Απάνω! ορθοί όλοι! αλίμονο που χάρη του τυράννου γυρεύει, του ληστή, και το δικό του δε χιμά να πάρη και την πόρτα δε σπα σα δεν του ανοιεί»,
»Θυμάσαι, ανήλικο μ' είχε πετάξη 'Σ το δρόμο η μοίρα μου, μικρό, μικρό, Τη μάνα οι άπιστοι μούχανε σφάξη 'Σ το λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανό.» Εδώ επρωτώρθαμε... Μ' ακούς πατέρα;... Εδώ μ' ανάστησες νεκρό, φτωχό. Εδώ με πότισες δροσιά κι' αγέρα Μ' έκαμες έλατο, πατέρα εδώ.» «Πρώτος συ μώδειξες του εχθρού την όψη Και συ μ' εβάφτισες μες 'ς τη φωτιά.
Και θαμπωμένη εμπρός σ' αυτό το γεμάτο μυστήριο και ξάφνισμα απειροφώτισμα, κάρφωσε ασυνείδητα τα μάτια της ίσα στα γυαλιά του παραθυριού με όψη τρελλής, ασάλευτη σαν παραλυμένη. Η βροχή με γοργό κατρακύλημα πυροβολαρχίας, χτυπούσε τόρα και παράδερνε το σπίτι, τα κεραμίδια μέσα στη νεροποντή χόρευαν και τα γυαλιά του παραθυριού έχυναν μελωδία τυμπανοκρούσματος.
Από την ώρα που πρωτόειδε την Ελπίδα σκίρτησε το φιλέρευνο πνεύμα του σα διψασμένο λάφι στην όψη δροσερού κεφαλαριού. Ήταν δυνατό μυαλό με πλατύ και ξάστερον ορίζοντα μπροστά του.
Γλιστρά... γυρίζει πίσω, Με λίγο χιόνι 'ς τα μαλλιά, με καταχνιά 'ς την όψη. Περνούν η μέραις σα νερό ... Ανέλπιστο λιοβόρι Τη φλόγα του Τεπελενλή τη σβει, τη συνεπέρνει. Πόλεμος πάντα πόλεμος... 'Σ τάρματα μέρα νύχτα ... Τότε για τον Αλήπασα. Τώρα... για ποιόνε τώρα;... · Η μοίρα τον εγλύκαινε με ταγκαλιάσματά της.
Έμεινε εκεί κάμποσο και δίδασκε· δίδασκε όχι μονάχα τα λόγο του Θεού, παρά και τα χρέη των πολιτικών αρχόντων από Βασιλέα και κάτω. Δε σταμάτησε όμως μήτ' εδώ ο Γρηγόριος. Ανέβηκε πολύ μεγαλήτερα αξιώματα, κι απόλαψε μεγαλήτερες δόξες. Θα τον ξαναβρούμε κατόπι. Ας περάσουμε τώρα στην άλλη την όψη της εποχής του Βάλεντα, την πολιτική και την πολεμική. ΕΧΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ούννοι και Γότθοι
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν