United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι άκατοι που ταξείδευαν ήτανε ψάρια κι' είχανε διαρκώς στην πλάτη τους φτερά, και τα πολεμικά καράβια- νεκρώσιμο θέαμαείχανε διαρκώς στην όψη τους μνημόσυνο. Ποτέ γκρίζο χρώμα δεν του φάνηκε τόσο κακορίζικο από το χρώμα αυτό των πολεμικών καραβιών. Η θάλασσα, ατέλειωτο κοπάδι από γαλάζια σκυλιά διαρκώς ανεβοκατέβαινε, τα χαμηλά όμως κύματα δε μιλούσανε και γι' αυτό ήτανε τόσο, μα τόσο ύπουλα.

Κ' η θεόλαμπρη ομορφιά της, καθώς τα μουρμούριζε αυτά μονάχη της ανεβαίνοντας στου Χουσεήνη το χτήμα, είταν αλλαγμένη καθώς αλλάζει ο ουρανός με τη συννεφιά. Έρχουνται ώρες που παίρνει τέτοια όψη η γυναίκα, που την ανιστορείς καθώς θα φαίνεται σα γεράση, ζαρωμένη, με δίχως δόντι και δίχως χάρη. Τέτοια θάρρειες και φαίνουνταν η Ασήμω εκείνη την ώρα.

Ο κήπος με τα καρποφόρα δέντρα του, τα λαχανικά του και τα θεόρατα πλατάνια του κάτω εκεί που έσμιγε σ' αδελφωμένο νανούρισμα με της νεροσυρμής τον αχό, ο κήπος μέσα στην ομορφότερη αστροφεγγιά του καλοκαιριού, έπαιρνε μια φανσταστή όψη και το μικρό σπιτάκι ανάμεσά του, παράστεκε σα μια μικρούλα ονειρευτή φωλιά παντοτεινής αγάπης.

Μα αυτό είναι απλώς η ελαφρά και χαριτωμένη όψη της ψευδολογίας, όπως πιθανόν ν' ακούστηκε στα γεύματα των Κρητών. Υπάρχουν και πολλές άλλες μορφές: Το να λεν ψέμματα για να κερδίζουν κανέν' άμεσο προσωπικόν όφελος λ. χ. — με κάποιον ηθικό σκοπό, όπως λένεμολονότι τώρα τελευταίως το θεωρούν αυτό αξιοπεριφρόνητο, ήταν εξαιρετικά κοινό στον αρχαίο κόσμο.

Τρωάδες: Το συνταρακτικό τούτο δράμα αποτελεί εξεικόνιση των φρικαλεοτήτων της αλώσεως της Τροίας. Η σφαγή της Πολυξένης, ο φόνος του Αστυάνακτος, η όψη της πόλης, που πυρπολείται, δίδουν την πιο δραματική εικόνα πόλης που καταπατείται από τον εχθρό. Η μετάφραση οφείλεται στον Άριστο Καμπάνη.

Ποιος είπε μια στιγμή: πού πάμε; Είδα στα μάτια σου ένα δάκρυ. Και σ' έφερα στο νου, θυμάμαι, ορθή στο λόφο ως είχες μείνει· δεν πέρασα κοντά σου μόνος, και η όψη σου χλομοί ήταν κρίνοι. Δόξα στον πόνο, χαίρε ο πόνος που στη χαρά θα φέρη, ως φέρει βροχή θερμή δροσάτο αέρι.

Το είδος αυτό του πηγαιμού στην εκκλησιά, κάθε φορά, που γίνεται η λειτουργία πολύ νύχτα, δίνει μια καταχθόνια όψη στο χωριό, όψη, που εξυψόνεται σε πραγματική σκηνή του Άδη, από το σκοτάδι, από τες άφλογες λάμψες των δαυλιών κι' από τα φοβερά κι' ακατάπαυτα γαυγίσματα των σκυλλιών, που δεν είναι συνηθισμένα να βλέπουν συχνά τέτοιο θέαμα.

Και στη μέση λεβέντη, με πρόσχαρη όψη, και μ' ολόξυπνα μάτια. Αυτός είναι που την πέταξε την πρώτη τη μπόμπα μέσα στη δασκαλήσια τη φάλαγγα. Ξαφνικό τους ήρθε σαν ξέσπασε. Κανένας τους δε βγήκε να τον ανταμώση και να του ρίξη, ας είναι και μια τουφεκιά. Παιδιά βάζανε και τούρριχταν πέτρες. Μα το «Ταξίδι» του ολονένα ταξιδεύει ανάμεσά τους, και τους σπέρνει φωτιά και καπνό.

Σφουγγίζει τα μάτια του ο Παυλής, και ξεκινώντας ρίχτει ματιά κατά ταπάνω προς την πισινή τη μεριά του σπιτιού. Και τι να δη; Τη Σμαράγδα κλαμένη, ταπεινωμένη, απελπισμένη! Τραβιέται το κορίτσι αμέσως να μη φανή. Εκείνος ως τόσο το είδε, το πόνεσε, και ζωγραφιούνταν ο πόνος του στην όψη του όλη. Την αγαπούσε πια ο Παυλής τη Σμαράγδα. Έρχεται μεσημέρι, καθίζουνε στο φαεί. Τραπέζι μουσαφίρικο.

Η όψη των πραμμάτων, φίλε μου, δεν μνήσκει ποτέ σε μίαν στάση. αλλάζει άκοπα από ημέραν σ' ημέραν, και όποιος γυρεύει την χθεσινήν. γυρεύει εκείνο, οπού όσοι τον ακούσουν θελά γελάσουν.