Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Έβγαλε ο κυρ Μαυρουδής το πιο παλιό του κρασί, παράθεκε η κερά Μαυρουδού τα πιο ορεχτικά φαγητά της. Η μικρή στο πλάγι της μάννας της, ο Παυλής κι ο νωνός αντικρύ. Της Σμαράγδως τα δάκρια στεγνωμένα πια τώρα. Αγκαλά συμμαζεμένη πάντα με της μάννας της την όψη τη σοβαρή.

Εκείνη μας έλεγε να προσέξουμε στην ωραία όψη που έδινε γύρω το φως της σελήνης, το οποίον εις το τέλος των σειρών των οξυών εφώτιζεν όλον το προ ημών κλιμακοειδές μέροςλαμπρόν θέαμα που ήτο τόσο μάλλον εκπληκτικόν όσο γύρω μας περιέβαλλε βαθύ σκότος.

Βλέποντας μέσα μια όψη κουρασμένη, μου φαίνεσαι πως θλίβεσαι διπλά, σα να ρωτάς: Χαρά στη γη δε μένει; ο αγώνας δε θερμαίνει την καρδιά; Και πιο πολύ πονείς γιατί μαζί σου τη λαχτάρα σου πήρες, την ορμή σου.

Δεν μπορούσε ναυρή τίποτε. Όλα του είταν ξένα. Όλα του είταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι είταν μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν είταν αυτό. Είχ' αλλάξει όψη.

Ήταν πιθανώτατα πολύ κοινοί τύποι με τίποτε που να ήταν αλλόκοτο ή αξιοπαρατήρητο ή φανταστικό στην όψη. Ο μεσαιών, όπως τον εγνωρίσαμε στην Τέχνη, είναι απλώς μία ωρισμένη μορφή ύφους και δεν υπάρχει κανείς λόγος γιατί ένας καλλιτέχνης μ' αυτό το ύφος να μην έπρεπε να γεννηθή στον δέκατον ένατον αιώνα. Κανένας μεγάλος καλλιτέχνης δεν βλέπει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι.

Νωθρές κότες που τσιμπιόντουσαν κάτω από τα φτερά τους, ζωηρά γατάκια που κυνηγούσαν ροδαλά γουρουνάκια, περιστέρια λευκά και γλαυκά, ένα γαϊδούρι δεμένο σ’ έναν πάσαλο και τα χελιδόνια στον αέρα έδιναν στην αυλή την όψη της Κιβωτού του Νώε.

Τ' άλογα περπατούσαν κουρασμένα γλυστρώντας στα φύλλα, αφίνοντας τα πέταλά τους φωτιές και σπίθες στα στουρνάρια και στα χαλίκια, οι στρατοκόποι άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλλα βουβοί, αμίλητοι τραβούσαν πάντα μπροστά, κουρασμένοι, με πένθιμη όψη.

Το παράδειγμα της Γριάς μιμήθηκαν κι' η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα, και για κάμποση ώρα όλη εκείνη η χριστιανικώτατη τριάδα προσεύχονταν μπροστά στους εφέστιους θεούς της, ενώ η φωτόλουστη καντήλα πήγαινε πέρα-δώθε ακόμα μπροστά στες εικόνες, που είταν ζωγραφισμένες σ' ένα παμπάλαιο τριμόρφι, και μαζύ με την καντήλα πήγαιναν πέρα-δώθε κι' οι αργυρόχρυσες αχτίδες της κι' έδιναν μιαν άγια όψη παρεκκλησιού σ' εκείνη τη χριστιανική κατοικία.

Έπειτα θα σου διηγηθώ ένα πολύ περίεργο ιστορικό που τάκουσα εκεί κάτω, και που ίσως σου παραστήση μιαν όψη της Κρητικής της ζωής. — Λαμπρά. Και σε τι γλώσσα, να πούμε; — Σε τι γλώσσα; Να, σ' αυτή τη γλώσσα που σου μιλώ. Αγκαλά εκείνος που μου τα δηγήθηκεένας δικηγόρος σπουδασμένος, αν αγαπάς, στην Αθήνα, — παράχωνε κάπου και μερικές φρασούλες της καθαρεύουσας, σαν ξένος που είμουνα, βλέπεις.

Κι' όπως γιδάδες έφκολα πλατιά γιδιών κοπάδια τα ξεχωρίζουν στη βοσκή σαν ανακατωθούνε, 475 έτσι κι' αφτούς παράταζαν κι' οι καπετάνιοι απ' τό 'να κι' απ' τ' άλλο μέρος, για να παν στη μάχη· και στο κέντρο ο Αγαμέμνος, μιάζοντας του Ποσειδού στα στήθια, στην όψη και στην κεφαλή με τον κεραβνοκράτη του Κρόνου γιο, στη λεβεντιά με το γοργό τον Άρη.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν