Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Ο νιος και δίχως του κόσμου πράξη, Στης όρεξαίς του δεν έχει τάξη Ορθά δεν ξέρει να συλλογιέται, Και στους σκοπούς του γι' αυτό γελιέται· Τυφλά κινιέται και κιντυνεύει, Και τη ζωή του συχνά ξοδεύει· Σ' εμένα ο Έρως είναι Το αίμα κι' η ψυχή, Γιατί 'ναι της καρδιάς μου Το τέλος κι' η αρχή. Ω τρυφερώτατ' Έρωτα, Γλυκύ ψυχής μου πάθος, Θνητός δεν έχει λάθος Εσέ να προσκυνάει.
Έτσ' αγαπούν καμμιά βολά τυφλά και δίχως γνώσει Και χάνεται ο δόλιος νιος και χάνεται κ' η κόρη. Τ' είνε του κόσμου απάτητο σημερινό ζακόνι, Βασιλοπούλα ο βασιλιάς, φτωχιά ο φτωχός να παίρνη. Και πάνε κείνα, πέρασαν αντάμα με τα χρόνια, Τα παραμύθια τα χρυσά που μολογούνε οι γέροι, Πώπαιρνε ο ρήγας βόσκισσα κι' ο χτίστης ρηγοπούλα. Κι' ο Λάμπρος κάποτ' ένοιωθε τ' άπρεπο του καϊμού του.
Όχι δα και πως γιατρεύτηκε μια και καλή ο βαθυρρίζωτος πόνος της, μα σκάλιζε σκάλιζε μες στα πικραμμένα της φυλλοκάρδια, βρήκε κι έβγαλε αξετίμωτο βάλσαμο, την εγδίκηση, τη γυναικίσια την εγδίκηση, που τύφλα νάχη μπροστά της το πιο φαρμακωμένο χαντζάρι ή το πιο αλάθευτο βόλι.
Αναγέλες τα ψάρια χρυσόφτερα, ασημωμένα, εδιάβαιναν ολόγυρά του με φουσκωμένα τα λαιμά, τα σπάραχνα κατακόκκινα, ψιλό μαργαριτάρι τα δόντια στις δυνατές σαγωνίτσες τους, αεικίνητο τιμόνι την ψαλιδωτή ουρά τους. Πολλά έπεφταν απάνω του τυφλά, επροσόχθιζαν σαν ακυβέρνητα ξύλα στην περικεφαλαία του· άλλα εδιάβαιναν σαγίτες αργυρές από τα σκέλια του.
«Δες, έτσι το ψωμί, λαέ, σου δίνουν», τινάζεται άγρια και φωνάζει ο νιος· το στόμα του χέρια βαριά του κλείνουν, κάτω: «ψωμί, ψωμί!» βογκά ο λαός. «Σκορπίστε τους!» ο άρχοντας προστάζει, και στους γονατισμένους τα σπαθιά χιμούν, χτυπούν τυφλά, το αίμα στάζει, γεμίζουν τον αέρα βογκητά.
— Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μας απόμεινε... Και δεν είνε που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. Και θα γελάη και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πώς γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά; — Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλη να γελάση. Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε.
»Έπειτα όμως είδα πως η καρδιά σου μέσα είτανε καλή, αν και δεν το έδειχνε, κι άρχισα να εννοώ πως δεν μπορείς ποτέ να γίνης διαφορετικός και πως σε σπάραξε και σε πίκρανε μόνο που δεν απάντησα στο ρώτημά σου κ' έτσι χτύπησες τυφλά, χωρίς να ξέρης πως ο τρόπος σου μ' έκαμε να πονέσω. Και τώρα ακόμα δε γνωρίζω τι ν' απαντήσω, μα δεν πρέπει να παραξενευτής γιατί σου γράφω.
Ο γαμβρός σου, κ’ η κόρη του το πταίσμα μου τόσον βαρύ το ηύραν, ώστε μ’ αυτήν να παιδευθώ την καταισχύνην. ΓΕΛΩΤ. Δεν επέρασε ακόμη ο χειμώνας, αν πετούν απ' εκεί αγριόχηνες. Αν οι πατέρες κουρελιασμένοι, τότε θα έχουν παιδιά τυφλά. Κι αν η σακκούλα των γεμισμένη, και τα παιδιά των είναι καλά. Η βρωμο-Τύχη, σκρόφας κόρη, κλειδώνει έξω τους πτωχούς.
Ενόει αυτός καλά από κόσμον, ας ήτο κ' αιγοβοσκός. Και τυχερός να είσαι, κατάλαβες, καλό δεν σου λέγουν, μόνο «σου κάνουν πρόσωπο», και από πίσω σου σκάβουν το λάκκο· και άτυχος να είσαι πάλιν, «τύφλα! » σου φωνάζουν όλοι.
Πού παν ρε οι παίνιες, πως εμείς είμαστε τάχα οι πρώτοι, που τότες ρητορέβατε στη Λήμνο σα νταήδες 230 χάφτοντας βόδια και κρασί ρουφώντας, πως καθείς μας Τρώες θ' αξίζαμε εκατό στον πόλεμο ή διακόσους; Πού τώρα! μήτε μ' έναν τους δεν είμαστε καν ίσοι. 234 Δία πατέρα, αχτύφλωσες ποτές με τέτια τύφλα 236 κι' έκανες άλλο βασιλιά παντού του κόσμου μπαίγνιο; Μα εδώ όταν μ' έφερνε η οργή, το ξέρεις με τα πλοία, ποτές μου εγώ μυριόμορφο δεν πέρασα βωμό σου, μα απάνου σ' όλους έκαψα βοδιών μεριά και πάχος 240 ποθώντας την καλόκαστρη να διαγουμίσω Τροία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν