Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Ο είς των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν. — Ψέμματα λες! εγώ την είδα!. . , Ούτος επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ήσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας ν' αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε. Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του εδοκίμασε ν' αναρριχηθή εις τον βράχον.
Τας 210 ταύτας δραχμάς θα διεμοιράζοντο ως εξής : θα ελάμβανον ανά 50 δραχμάς οι τέσσαρες, και θα έδιδαν τας λοιπάς δέκα ως και τα τσαρούχια εις τον Κώσταν τον Άγγουρον. «Τόσα άξιζε, δεν άξιζε παραπάνω», εβεβαίου ο μπαρμπα- Γιώργης. Την απαίτησιν ταύτην διεβίβασεν από της πρωίας ο γερο- Απίκραντος και εις τα δύο κόμματα.
Μονάχα τους θάρθουν τα γράμματα κ' οι Χημείες. Ας μάθη πρώτα το έθνος από δουλειά. Ας είναι για την ώρα φιλολογία του τα κλέφτικα τα τραγούδια, και Χημεία του — τη Χημεία του ας ανεβαίνη στο βουνό κι ας τη μαθαίνη. Κ' η λογιότη σου, που ξέρεις και μιλάς τόσο όμορφα, βάλε τσαρούχια και γύριζε από χωριό σε χωριό, και δίδασκε την αληθινή τη Χημεία που ανάβει στήθια, και ξυπνάει τους λαούς.
Παραπέρα ένα άλλο σωστό τ ρ ο υ π ώ από φουστανελλοφόρους, πατατουκοφόρους, οι μισοί με τσαρούχια, τομαράδες, καπνέμποροι και ζωέμποροι και σιτηρέμποροι, γκαρσονάκια που να τα πίνης στο ποτήρι, ροφούν τα ούζα τους και με κοιτάζουν με κάτι αγριοματιές, ενώ όλοι τους φαίνονται να ψιθυρίζουν με τα χοντρά χείλη τους! — Κόμματος που είνε!....
Ο δεκανέας πέταξε την καπότα του στο πλάι της γωνίας, έβγαλε τα τσαρούχια του και ξαπλώθηκε σα σωστός καπετάνιος. — Ε! δε μας δίνεις κάνα ρακάκι, κυρ πάρεδρε είπε. Κόψε μας και λίγο καπνό να φκιάσουμε τσιγάρες. Συ σταυρομάννα, ξέρεις τόρα· αποσταμένος είμαι, κάνα π'λί στη σούβλα, καμιά κλούρα με τυρί και κάν' αυγό στο τηγάνι. Έλα, κυρ πάρεδρε, τι χαμπέρια στο χωριό;
Και οι κοιλαράδες μπακάληδες, ξαπλωμένοι με την άσπρη ποδιά τους κ' οι τσαρουχάδες μέσα από τα κρεμασμένα σαν κομβολόγι κόκκινα τσαρούχια των μαγαζιών τους, κι ένας καθαρώτατος κουρεύς που παίζει σκάκι μ' έναν Άδωνιν δημοδιδάσκαλον, κι οι φοιτηταί, μια εξαμηνία αξυράφιστοι, που παίζουν στον ήλιο το κ ι ά μ ο τους κι ακούς άξαφνα κάτι αγριοφωνές!
Και τ' αγιοκέρι που μόλις έφεγγε στο μεγάλο σα στρατώνα κελί, φώτισε τους δυο χωρικούς, που άλαλοι και σαστισμένοι, φίλησαν αρπαχτικά το χέρι του ηγούμενου, έβγαλαν τα τσαρούχια τους, τα πήραν στα χέρια τους, και πατώντας στα νύχια, χάθηκαν σαν ίσκιοι από την πόρτα, ενώ ο ηγούμενος έσβυνε φυσώντας με τα χείλη του τ' αγιοκέρι.
Και μόλις επρόφθανεν αυτούς ο νεαρός αγωγιάτης, ως αίγαγρος αναπηδών με τα ελαφρά τσαρούχια του και βροντών εις τον αέρα λεπτόν αγριελαίας λούρον, όπως αναγγέλλη εις τους ημιόνους την παρουσίαν του. — Άιντε, κορίτσια, και σας πήρε η νύχτα, και θα σας κλέψη κανένας εδώ 'ς τα ρέματα. Εχαιρέτισε, προσπαίζων με τας δύο γραίας.
Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοκάπι.
Βόχες και βρώμες και άχνες και πνιγεροί καπνοί και σαπισμένοι ίδρωτες και ποδαρίλες βαρύτατες από ξυγκωμένα τσαρούχια εσυναπατιώνταν μες το χώρο το στενό και τον κατάκλειστο. Εσπρώχνονταν κ' εσωριάζονταν κατά την ανταβάνωτη στέγωση απάνω. Εκατέβαιναν κάτω πάλι ολοένα. Ολοένα ανεβοκατέβαιναν. Πυκνά πεντάπυκνα στρώματα θολής άχνας, καπνού βρωμερού, συμπυκνώθησαν σε σύγνεφα βαριά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν