Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουλίου 2025
Είτα δε — μερικά πράγματα πόσον είνε αλλόκοτα! — εξοικειώθη τόσον προς τον άγριον εκείνον ρυθμόν, ώστε αντί να έχη εις τον νουν της το «Πιστεύω», εμουρμούριζε το γνωστόν των Καλικαντζάρων άσμα, το οποίον τοσάκις εις την καλήν της εποχήν είχε διηγηθή εις το νήπιον παιδί της. Σκάλικος είμαι, Σκάλικος είσαι. Μη φοβάστε, βρε παιδιά! Τα τσαρούχια δέσε-λύσε, μας επήρε μυρουδιά η Γρηά, η Γρηά!
— Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανώλης· καλλίτερα είχα να μου έδινες τα παληά τα τσαρούχια σου. Ο Γιάννης της Χρυσάφους, κύψας, έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα, και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανώλην. — Πάρ' τα, κουμπάρε! Τα απέθηκεν επί της τραπέζης, και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθη.
Θα ελάμβανον ανά 35 δραχμάς οι τέσσαρες, και δέκα δραχμάς πάντοτε ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος, πλέον του ζεύγους των τσαρουχίων. Επί παρουσία του Κώστα, οι τέσσαρες εταίροι εφυλάττοντο καλώς ν' αναφέρωσι το ποσόν. Ούτος, καμαρώνων ήδη νοερώς τα καινουργή τσαρούχια, υπέθετεν ότι εζήτουν απλώς δύο είκοσιπεντάδραχμα, όπως πεισθώσι να δώσωσι ψήφον.
Έφερον και οι τέσσαρες στολάς πεπαλαιωμένας της χωροφυλακής, πλην αντί υποδημάτων εφόρουν τσαρούχια ελαφρά και είχον τα πανταλόνια κομμένα και περιδεδεμένα άνω του γόνατος, καλύπτοντες τον πήχυν του ποδός διά της συνήθους βλαχόκαλτσας.
— Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια. — Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο δεκανεύς. Το μέλι, μάτια μου, κολλάει 'ς τα δάκτυλα και χωρίς να θέλης. Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η καταιγίς παρετράπη.
Ο Κώστας ο Άγγουρος, μόλις εξυπνήσας, έτριψε τους οφθαλμούς, και δεν ανεσηκώθη, αλλ' εσήκωσε τον πόδα διά να ιδή αν εφόρει τα τσαρούχια τα οποία ωνειρεύετο. Ο γέρο-Λευθέρης ο Κουσερής εξύπνησε μετά ψιθυρισμού ατελώς διασκεδασθείσης μέθης, και ήρχισε να τραγουδή το προσφιλές ούτω άσμα : Σ' ένα δενδρί ακούμβησα, κι' εκείνο εμαράθη . . .
Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι. Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ-Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον.
Επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, «τα παληοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανερριχήθη επάνω εις τον κρημνόν. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι' αυτοί, τα τσαρούχια τους, κ' έτρεξαν κατόπιν της, εις τον βράχον τον απάτητον, εις τον χώρον της απελπισίας, όπου εβάδιζεν εκείνη. Μίαν μόνην στιγμήν, η δύστηνος έστρεψε την κεφαλήν οπίσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν