Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Είτα κατέβη τον δρομίσκον προς τους αγρούς, κρατούσα μακρόν κάλαμον ανά χείρας, διά του οποίου περιόριζε τα γαλιά να μη διασπείρονται και διά φωνής σιγηλής και διαυγούς ανακράζουσα εις ήχον τραγουδιού: — Πόκοι, πόκοι· το γαλί, γαλί, γαλιά!. . . πόκοι, πόκοι· το γαλί, γαλί, γαλιά!. . .
Κ' εθύμιζαν έτσι τους αντρειωμένους αγαπητικούς της βασιλοπούλας του τραγουδιού, οπ' αγωνίζονταν ποιος να σηκώση τον παλαιγό βράχο, το ριζωμένο λιθάρι, που κοίτονταν μέσα στο περιβόλι της, στη μέση στην αυλή της, για να την πάρη γυναίκα του, καθώς τους είχε τάξει.
Το μυστικό του τραγουδιού να μάθη δε μπορούσε, — Και το γεφύρι στένεται κι' αυτός το καμαρώνει — Ως π' άκουσε η Ξωθιές να λεν: «Γεφύρι δεν στεριώνει. Ούτε θεμέλιο σταίνεται 'ς τον Άσπρο, μα τα μάτια μας. Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας, Κι' ως που μαθεύτηκε ο χαμός της κόρης πέρα ως πέρα. Μήνες περνούνε.
ΒΑΤΤΟΣ Με πήρες στο περίγελο; Είνε τυφλός ο Πλούτος μάνε κι ο Έρωτας τυφλός. Μη λες μεγάλο λόγο. ΜΙΛΩΝ Εγώ, καλέ μου σύντροφε, δε λέω μεγάλο λόγο· όμως και συ μην κάθεσαι, δούλευε το δρεπάνι και λέγε για την κορασιά το ερωτικό τραγούδι και τραγουδώντας δούλευε — τότ' η δουλειά γλυκειά 'νε. Ξέρω πως είχες κάποτε του τραγουδιού τη χάρη.
Θακούση — ω θακούση στα βάθη της πεντάβαθης ψυχής του — της καρδιάς του της απέραντης αντίλαλο· — θακούση, θα τακούση κι ο χρυσός μας ο Λαός τ' Αθάνατο Τραγούδι Του. Θενά ξυπνήση! Και ξυπνώντας από τόνειρο βαθύ, — που δόλια μας τον αποκοίμησαν οι άμωροι, — μες το τρισάγιο απόφωνο του παναρμονίου τραγουδιού θαναγνωρίση τη Λαλιά του — την ψυχή του Α θ ά ν α τ η. Θαγριέψη, Θα χυμήση,
Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία• 15 κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία από το πλήθος• και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη, και όλον τον εμεγάλυνε 'ς τα μάτια των ανθρώπων, 20 ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη, και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις, 'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. — και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, 'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 25 «Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει• 'ς το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι• ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος• 30 κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους• ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη, κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει. αλλά 'ς την θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο 35 ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι. και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία, εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε, να χαρήτ' όλοι 'ς το καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω. των νέων τούτα επρόσταξα• και σεις, οι σκηπτροφόροι 40 οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε, τον ξένον να φιλεύσουμε• μην το αρνηθή κανένας. και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος, ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο, να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». 45
Στα χωριά και στις χώρες εκεί πέρα τέτιοι μπουζουκιτζήδες είνε ένας δυο το πολύ σε κάθε μέρος. Όταν βγαίνουν αυτοί τη νύχτα μπαντονάδες, τα σοκάκια γεμίζουν από το πάθος του τραγουδιού τους κι απ' την αρμονία του μπουζουκιού τους. Τα κορίτσια οι γυναίκες γλυκαίνονται, λιγουρεύουν ξετρελλαίνονται με της μουσική τους, κρυφανοίγουν τα παράθυρα.
Η Αννούλα συγύριζε το τραπέζι και τραγουδούσε το καινούριο το τραγούδι της Λενιώς του Καλαφάτη. Κ' η μάννα, για να με κάμη να λησμονήσω τον πόνο μου, άρχισε να μου δηγάται την ιστορία του τραγουδιού. Μου παράστηνε κάτι Τούρκους που έρχουνται από την Ανατολή και φέρνουνε χαλασμό.
Κ' εθύμιζαν έτσι τους αντρειωμένους αγαπητικούς της βασιλοπούλας του τραγουδιού, οπ' αγωνίζονταν ποιος να σηκώση τον παλαιγό βράχο, το ριζωμένο λιθάρι, που κοίτονταν μέσα στο περιβόλι της, στη μέση στην αυλή της, για να την πάρη γυναίκα του, καθώς τους είχε τάξει.
Ανέβηκε στο κατάστρωμα με τη λύπη και την απογοήτεψη ζωντανά σφραγισμένη στο πρόσωπό του., Από πάνω από το επίστεγο άκουσε να κατεβαίνει ο ήχος και τα λόγια τραγουδιού. Έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει μέσ' στης παπαδιάς τ' αμπέλι. Μαζί με τον ήχο συλλογίστηκε με ευχαρίστηση ότι θα μπορούσε κι' αυτός ν' αλλάξει την εκμυστήρεψή του σε τραγούδι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν