Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Κι' αφτός πατέρα γέρο 420 έχει μαθές, που λες για αφτό τον έσπερνε, να γίνει χάρος των Τρώων· μα έκαψε πιο πρώτα εμένα απ' όλους, που τόσα μούσφαξε παιδιά μες στα χρυσά τους νιάτα. Μα όλους δε μου τους κλαίει αφτούς τόσο βαθιά η καρδιά μου, όσο έναν π' ως στον τάφο μου θα σύρει με ο καημός του, 425 τον Έχτορα.

Τώρα μπορώ να κάθωμαι εγώ στεφανωμένος να πίνω και να τραγουδώ; Το σφάλμα είναι δικό σου που δεν μου είπες τίποτα γι' αυτήν την δυστυχία. Και τώρα πού την θάψανε; Πού είναι να τους εύρω; ΘΕΡΑΠΩΝ Στον δρόμο που στην Λάρισα πηγαίνει κατ' ευθείαν έξω απ' τα προάστεια· εκεί θα ιδής τον τάφο όλον από άσπρο μάρμαρο, καλοπελεκημένον.

Κ' ύστερα θάρχεσαι μέσα να πίνης ένα σερμπέτι. — Έφεντημ, θα μ' αβανιάζουν τότες πως τούρκεψα. Εμένα δεν με μέλει κι αν τουρκέψω για το χατίρι σου. Μα η γριά μουως τον τάφο καημό της θα τόχει». — Όχι, παιδί μου, του λέει ο Αγάς, εγώ ποτές μου δικό μας δε θα σε κάνω δίχως να θέλης. Ένα πράμα όμως σου λέω: Ανίσως και ταποφασίσης ποτέ σου, ψυχή να μη φοβηθής, σώνει να αναπνέη ακόμα ο Χασάν Αγάς.

Έπειτα με τον λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Επαιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά· απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, εκύλισεν απάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κ' έφτασε στα Θεραπειά· βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο. — Έτοιμα; ρωτά τον γραμματικό. — Έτοιμα. — Φόρα την άγκυρα.

Να, κλείσανε δώδεκα μέρες τώρα πούναι νεκρός, μα ασάπιστο τον βλέπεις, δεν του πιάνει σκουλήκια ακόμα η σάρκα του που τρων τους σκοτωμένους. 415 Το μόνο, τον τραβά άσπλαχνα στου λατρεμένου βλάμη γύρω τον τάφο, όταν φανεί η θεϊκιά η αβγούλα, μα άλλο κακό όχι.

Τέτοιο φάντασμα δεν είδες μαθές; Δεν ξαπλώθηκες ποτέ σου σε τέτοιον τάφο; Καλότυχος άνθρωπος! Δεν είδες λοιπόν δάσκαλο, δεν πήγες ποτέ σου στο «Ελληνικό»! Εγώ καθώς βλέπεις, έμεινα εκεί ξαπλωμένος τέσσερα χρόνια. Τι λέγω τέσσερα!

Και καθώς έβλεπε κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουε τόνομά της, μια διπλή ανατριχίλα περέχυνε το κορμί του. Ήτανε ογδόντα χρονών η Δροσούλα κ' είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι' αν της έλεγε κανένας πως θα ξαναγεννηθή και θα ξαναζήση την ίδια της ζωή, θάβαζε γλήγορα και το άλλο πόδι της στο λάκκο να μη ξαναϊδή τέτοια ζωή.

Κι’ εκεί κοντά στην Εκκλησιά και δίπλα στην πλατεία, Κέντα έναν τάφο πενιχρό, λησμονημένον τάφο, Μ’ ένα καντήλι, ταπεινό να καίη στο κεφάλι, Κι’ απάνω στην κατάλευκη και την τρισάγια πλάκα, Κέντα μι’ απλήν επιγραφή, μ’ αυτές τες λέξες μόνο : «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς-Ο Μάρτυρας του Γένους» .

Κάθεται πολλή ώρα εκεί και κάτω από το χινοπωριάτικο φως μιλεί με κάποιον, που δεν τον βλέπει κανείς. Λέει του αμαξά, που στέκει κοντά στο μνήμα, να φύγη κι αυτή σκύβει και μαζεύει στο μαντήλι της χώμα από τον τάφο. Έπειτα βγάζει από μια μικρή τσάντα ένα κομάτι μαύρο μεταξωτό παννί, βελόνα, κλωστή και ψαλλίδι. Κόβει το παννί και ράβει ένα μικρό σακκουλάκι.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν