Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Τον μαυροφόρον θάνατον θα πάω να προφθάσω τον βασιλέα των νεκρών, κάτω εκεί στον τάφο έτοιμον των θυμάτων του το αίμα να ρουφήξη. Κ' αν πέσω απάνω του άξαφνα και με τα δυο μου χέρια καλά τον σφίξω, βέβαια κανείς δεν θα μπορέση να μου τον πάρη από εκεί, αν πρώτα δεν αφήση από τα ματωμένα του πλευρά του την γυναίκα.
Εκεί ο Καραϊσκάκης γονατιστός 'σ τον άγιον τάφο κοντά, μ' όλα τα παληκάρια του, προσευχήθηκε· «Βοήθησέ μας, Αϊσεραφείμ να διώξωμε τον Κιουτάγια από την Αθήνα, να γλυτώσωμε τους κλεισμένους χριστιανούς και να κάμωμε 'σ τους Τούρκους δεύτερη Αράχωβα, και να σου φέρω χρυσό καντήλι 'σ τον τάφο σου και λαμπάδες εκατό ίσα με το κορμί μου και να στολίσω σαν παλάτι το μοναστήρι σου!» Κι' όλος ο στρατός ξεσκούφωτος και γονατισμένος είπε την ίδια προσευχή.
Ήρθε καιρός να του κάμη η καψογυναίκα του τις εννιά του. Παίρνει τον Παπα-Ξυδέα πάλι και παίρνει σπερνά, που έφτιασε, και παίρνει προσφορές και λιβάνια να πα να τόνε διαβάσουν. Πάνε στο κοιμητήρι, διαβαίνουν τα μνημούρια, φτάνουν και στου μαβρο-Λίακα τον τάφο. Τηράνε, τι να ιδούνε! Βλέπουν να κάθεται απάνου στον τάφο του ένα μεγάλο σκυλί σα δαμάλι.
Ω! Γουλιέλμε! η έρημος κατοικία ενός κελλίου, το τρίχινο ένδυμα και η ακανθώδης ζώνη θα ήσαν ανακουφίσεις που τις διψά η ψυχή μου. Υγίαινε! Αυτής της αθλιότητος κανένα τέλος δεν βλέπω παρά τον τάφο. 3 Σεπτεμβρίου. Πρέπει να φύγω! Σε ευχαριστώ. Γουλιέλμε, που εδυνάμωσες την κλονιζομένην μου απόφασιν. Ήδη από δεκαπέντε ημέρες περπατώ με την σκέψιν να την εγκαταλείψω. Πρέπει να φύγω.
Ως και τώρα ακόμα τη βλέπω την πέτρα που κάθισε ο γέρος και πήρε στα γόνατά του το τρομασμένο μου ταγγελούδι, και θαρρώ πως τάφο κοιτάζω. Τη βλέπω καλά την πέτρα, και το θαμάζω που δεν είναι ραγισμένη, δεν άλλαξε καθώς άλλαξαν όσοι κάθισαν εκεί απάνω, μήτε σηκώθηκε να φύγη καθώς εκείνοι.
Μα αφτός δε σάλεβε, παρά τους πήρε ακόμα κι' όρκο «Ναι μα το Δία, ανότατο θεό και πρώτο απ' όλους, σας λέω την κεφαλή μου πριν λουτρό δε θα μ' αγγίξει, πριν πρώτα ο Πάτροκλος καεί και μνήμα τον σκεπάσει, 45 πριν το νεκρό του η κόμη μου στολίσει· τι η καρδιά μου τέτια άλλη πίκρα δε θα δει ως που να πάω στον τάφο.
Βλέπω το θάνατό σας μπροστά μου την ίδια ώρα με τον δικό μου. Αλλοίμονο! φίλε, δε θα ικανοποιηθή ο πόθος μου: ήτανε να πεθάνω μέσα στα χέρια σας, να με θάψουν στον ίδιο τάφο με σας. Αλλά θα πεθάνω μόνη, και δίχως εσάς θα χαθώ στη θάλασσα. Ίσως δε θα μάθετε το θάνατό μου, θα ζήστε ακόμη, περιμένοντας ολοένα να έρθω. Αν μάλιστα το θέλη ο Θεός, ίσως και να γιατρευτήτε.
Μα είνε σοφός! μεγάλος σοφός! Και μας αγαπάει, ου! μας αγαπάει φοβερά! Αν μπορούσε, λέει, θα ρχότανε να πεθάνη στα χώματά μας. — Για να σε ματοχειλίζη συχνότερα· εμουρμούρισε ο Κουτρουμπής από το λάκκο. Ο Αριστόδημος δεν άκουσε ή κι αν άκουσε δεν έδωκε προσοχή. Πήδησε μέσα κι άρχισε νευρικά να πετάη χώματα. Στην κατάσταση που ήταν έμοιαζε με βρυκόλακα π' ανασκαλίζει τον τάφο των γονιών του.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου• ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη, ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα 415 μάντιν καλεί 'ς το μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει. κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο• Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων».
Και σαν έζησε έτσι η Ευδοκία ώσπου έγινε δεκαπέντε η κόρη της, την πάντρεψε με το δυτικό Αυτοκράτορα, τον τρίτο Βαλεντιανό, και ξεκίνησε κατά τον Άγιον Τάφο να προσκυνήση. Το είχε ταμένο αυτό. Στο δρόμο της απάνω στάθηκε στην Αντιόχεια, και κει στο Βουλευτήριο μέσα λεν πως έβγαλε σοφό ελληνικό λόγο καθισμένη σ' ολόχρυσο και πετραδοστόλιστο θρόνο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν