Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Άλλη μια, ξανάρθε η πέρδικα του Ξαθού της το φλογερό χειλάκι να πιπιλίση. Μάβρος σαν την πίσα, δεν εξεχώριζε απ το βαθύ της νύχτας το σκοτάδι ο εβνούχος. Δεν τον είδε. . . — Αχ ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Την τρίτη δεν ήρθε να χαδέψη με ταπαλό της χεράκι, σαν το μετάξι μαλακά τα ολόξαθα μαλιά του. Δεν ήρθε να γλυκαθή στα ζαχαρένια χείλη του.

Του μύρισ' ο Καλύβαςτης Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιος Είναι βαρύς, θανατερός κι' όποιος περάση εκείθε Σκοτάδι κι' αποκάρωμα. θα τώμαθε και μένει Ναρθή με τον Ομέρπασα.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Ετραβήχτηκε σιγά σιγά από την συντροφιά και μέσα στης νύχτας το σκοτάδι έγεινε άφαντος. Το πρωί ο καλόγερος δεν ήτανε στο Μοναστήρι· επήρε το φτωχικό του δέμα κ' έφυγε· έφυγε γρήγορα, γρήγορα, να μην τον ιδούν, σαν να τον έδιωχταν! Δεν ήθελε ν' αντικρύση πλιο το μασκαρένιο πρόσωπο του υποκριτή.

Στρόθηκε ο Κρασοπατέρας. Πρώτη έγνια της ημέρας, Μον ξυπνήσηΤο ποτήρι να σφουγγίση. Και προμιού τα μάτια τρίψη, Την κοιλιά του για να νίψη Μια κανάταΟχ τον πήρο νηστικάτα. Κιαπέ ύστερα ως το βράδυ, Που να πιάκη το σκοτάδι, Το λαγήνιΟχ το χέρι δεν τ' αφίνει. Μον ρουφάει, και μόνε ζάφτει· Κι' όσο πίνει, τόσο ανάφτει. Όλο πίνειΚι' όλο γένεται καμίνι. Οχ τον πήρο δε σπαρνάει.

Έπρεπε να φύγει, ν’ αφήσει ελεύθερους τους αρραβωνιασμένους ν’ αγαπηθούν, ν’ αστειευτούν, χωρίς να έχουν μπροστά τους την εικόνα του θανάτου. Και ξαφνικά, εκεί μες στο σκοτάδι, κάτω από το χράμι, του φάνηκε πως κατάλαβε γιατί δεν μπορούσε να φύγει. Υπήρχε κάτι που τον κρατούσε ακόμη μέσα στο σπίτι των αφεντικών του, σαν ένας ανεξόφλητος λογαριασμός, που έπρεπε να ξεχρεωθεί.

Και ποιος να είνε ο γαμπρός απόψε; πετιέται και λέει μια γυναικίσια φωνή από το σκοτάδι απομέσα. Είταν η μαζώχτρα η Ασήμω. Άλλο τόσο το χαίρουνταν απέξω αυτή το ξεφάντωμα, σα να τόκαμαν εξεπίτηδες, να τα πιστέψη ο κόσμος. Τούσωναν του Δημήτρη αυτά τα λόγια. Τράβηξε ίσια σπίτι του. Την πέρασε ποδοβολώντας απάνω και κάτω ως την αυγή.

Τι νάχη τρέξη τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγη ο παπάς από το χιόνι κι' από το σκοτάδι; — Αχ! τι καλό πράμμα να είχε το καημένο το Μικρό Χωριό τον παπά του εγκάτοικο, και να μην προσμένη παπά από το γειτονικό χωριό νάρχεται κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάη; — Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! — Τι κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχη ποτέ δικό του παπά! — Κικιρίκουουουουου! Λαλούν τ' αρνίθια.

Ο καιρόςτον ΜάστορηΜαΐστρο-τραμουντάνα. Πού να μουνδάρωμε! Και μια νύχτα! ΣκοτάδιΠίσσα! Δεν έβλεπες από την πρύμητην πλώρη. Εγώ του είπα του καπετάν Φώκα: Καπετάν Φώκα, δεν μ' αρέσει ο καιρός. Μα εκείνος δεν μ' άκουσε. Μας τα δίνει, που λέτε, 'ς τα χέρια! Και που να ιδής! Τα Ρημονήσια έγειναν ένα. Μαϊνάρουμε τον κόντρα μας τρώει τον παπαφίγκο.

Ως τόσον έφθασεν η νύκτα, και έφεραν τον Κουλούφ εις τον νυμφικόν θάλαμον, εις τον οποίον ευθύς που τον έμπασαν έσβυσαν το φως, και έμεινεν εις το σκοτάδι με την Κυράν, η οποία είχεν υπάγει εις το κρεββάτι εμπροστήτερα απ' αυτόν. Αυτός σαν έκλεισε την πόρτα με διπλά σίδερα εγδύθη και επήγε διά να εύρη το κρεββάτι ψηλαφώντας, και ευρίσκοντάς το εμπήκε σιμά εις την γυναίκα του.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν