Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
«'Σάν 'τ άκουσε ο Αβδή-πασσάς » Πέντε χιλιάδες σέρει, » Και 'βγαίνει 'πό τα Γιάννινα » Όλος χαρά το βράδυ, » Κοντά προς τα μεσάνυχτα » Μ' ένα βαθύ σκοτάδι . . . » Τα κοντοράχια έπιασε » Του Κουτσελιού τ' ασκέρι. . « Εκειό το βράδυ 'μάλωσα » Βαρειά με το παιδί μου, » Το Δημητράκη, ήλθαμε «'Σε σκοτωμό.
Διάβασε και πάλι την ίδιαν είδηση, και είδεν ότι η δεύτερη ανάγνωση τον έριξε σε βαθύτερο σκοτάδι από την πρώτη. Κάποια άλλη είδηση δεν του φάνηκεν ακατανόητη σαν την πρώτη, αλλά τον βασάνισε η εξέταση των λεπτομερειών της που δεν ήτανε γραμένες στην εφημερίδα.
Ολίγα λεπτά ακόμη, αφού η έμμονος ιδέα κατίσχυσεν, έμεινα χωρίς να κινηθώ. Διατί; Δεν ησθανόμην ακόμη το θάρρος, δεν ετόλμων να κάμω την αναγκαίαν προσπάθειαν. Μία απελπισία — μία απελπισία χωρίς προηγούμενον — με ηνάγκαζε να θέσω τέλος εις την μακράν μου αναποφασιστικότητα, να σηκώσω τα βαρειά καλύμματα των ματιών μου. Τα εσήκωσα. Ήταν σκοτάδι, θεοσκόταδο.
Και σαν αντρώθηκαν οι διο, στη μυριοπλούσια Τροία 550 πήγανε με των Αχαιών τα μελανά καράβια, βοηθώντας τ' Ατρεόπουλα να γδικιωθούν τους Τρώες· μονάχα αφτού τους σκέπασε του χάρου το σκοτάδι.
— Αλλοίμονον εις εμέ! Ήτο τούτο της αμαρτίας το σπέρμα μέσα 'στην καρδιά μου; Το όνειρόν μου ήτο η Ζωή του Μέλλοντος, του οποίου η χορδή έπρεπε να σπάση χάριν της σωτηρίας μου; Α! η ταλαίπωρος εγώ! Θρηνούσα εκάθητο εκεί μέσα εις το ζοφερόν της νυκτός σκοτάδι.
Ξαναμπήκε στο σπίτι και είδε τη Νοέμι να ορθώνεται μπροστά του σαν μια ακίνητη, μαύρη σκιά, απτή. «Έφις, τα άκουσα όλα. Έφις, μην σου περνάει από το μυαλό ότι θα μας πεθάνεις κι εμάς. Ο Τζατσίντο δεν πρέπει να ξαναμπεί σ’ αυτό εδώ το σπίτι.» Ο Έφις κρατούσε ακόμη το γιασεμί στο χέρι και το λουλουδάκι τρεμούλιασε μες στο σκοτάδι, σαν να ένοιωσε το ίδιο πόνο. «Να σας πεθάνω… εγώ!
Του κάκου παρακαλούν οι πιστοί τον Ιεράρχη να φύγη και να σωθή. Μήτε σάλευε από το θρόνο του ο ηρωικός ο Αθανάσιος, όσο έβλεπε και κιντύνευαν ακόμα ορθόδοξοι γύρω του. Και μόνο σανέ γλύτωσαν όλοι, αποφάσισε και πέρασε από τα μανιασμένα τα στίφη και χώθηκε μέσα στο σκοτάδι. Γλίστρησε, λέγουν, και σαν έπεσε, πατήθηκε από τους στρατιώτες.
Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.
Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλυστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ' το γυμνό κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του. Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγη με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια του.
Το ανθρώπινο πνεύμα απλώνεται σα θάλασσα μυριολαλούσα, ανήσυχη κι ανυπόταχτη. Ό,τι θέλει τολμά κι ό,τι τολμά το υποτάσσει. Δεν είνε σιδερόπορτα να μην την ανοίξη, δεν είνε πυργογύρισμα να μην το πηδήση· δεν είνε φως στον ουρανό να μην τ' αδράξη, δεν είνε σκοτάδι στη γη να μην το ξεδιαλύνη. Ξομπλιάζει τα περασμένα, ανασκευάζει τα τωρινά, δρόμους ανοίγει για τα μέλλοντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν