Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Πρώτα που το φωνοκόπι, που άκουγε από μακριά σαν κατέβαινε στο σκοτάδι, σταμάτησε μονομιάς άμα φάνηκε η παρέα τους. Δεύτερο που σα φάνηκαν και κατάπεσε η οχλοβοή, πέρασε από στόμα σε στόμα σιγανό και γοργό μουρμουρητό σαν άξαφνο σαγανάκι. Και τρίτο οι μεγαλόφωνες πάλε οι νοστιμιές, που ξανάρχισαν τώρα, είτανε σα να λέγανε τάχατες πέρα βρέχει.
— Σαν ποιος νάναι, μωρές γυναίκες, αυτός ο άνθρωπος; Είπε μια. — Ξέρω κι' εγώ; Είπε άλλη. — Σ' αφίνει το έρμο το σκοτάδι να ιδής; Είπε πάλι μι' άλλη. — Νάναι τάχα καένας ξενιτεμένος; Είπε άλλη μια πάλι. — Να είταν ξενιτεμένος· είπε μια άλλη, δε θάρριχνε καένα ντουφέκι, άμα μπήκε στο σύνορο του χωριού μας; Τι διάτανο; Ντίπου στα κρυφά θα μας έρχονταν;
Στα στήθια θάρρος τούβαλε, και πάει κοντά του στέκει — για ναν τον σώσει από βαριά κακοτυχιά θανάτου — και στην οξιά ακουμπάει χωστός μες σε πυκνό σκοτάδι.
Εάν τον θέλης, πάρε τον. Έλα και συ μαζί μας. ΛΗΡ Έλ', Αθηναίε! ΓΛΟΣΤ. Σιωπή! Σιγά, σιγά! Ελάτε! ΕΔΓΑΡ Και ήτον 'ς τον πύργον σκοτάδι πυκνό, κ' εμβαίνει και κράζει: ω φάι, φουμ, φω, ανθρώπινο αίμα μυρίζει εδώ! Θάλαμος εν τω μεγάρω του Γλόστερ. ΚΟΡΝ. Θα τον εκδικηθώ πριν φύγω απ' εδώ! ΕΔΜ. Τρομάζω, αυθέντα μου, όταν συλλογίζομαι πόσον θα κατηγορηθώ, διότι εθυσίασα εις το καθήκον τα αισθήματά μου.
Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225 και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.
Άπλωνε κάτω στις κληματαριές, πέρα ως τη βρύση. Σκρόπαε κ' έπαιζε το ζωηρό το φώς, ανάμεσα στα πυκνόφυλλα κλαδιά του πλάτανου της βρύσης απάνω. Εφάνταζε στης νύχτας το βαθύ σκοτάδι, αληθινό στοιχειό της βρύσης ο πλάτανος, παλάτι ονειρεφτό του Δήμαρχου το σπίτι. Κάτω στο σπίτι, που κατάκλειστη από την ημέρα, να μην την ιδή μάτι, θα ξεκινούσε τόρα, σωστή διαδήλωση. Του κόσμου το παιδομάζωμα.
Μονάχα η Αφροδίτη 380 τον άρπαξε έφκολα έφκολα, σα θέαινα, απ' τη μέση, τον σκέπασε μ' ένα πυκνό σκοτάδι, και τον πήγε και μες το μοσκομύριστο τον κάθισε γιατάκι. Έπειτα πήγε τη Λενιό να κράξει.
Τα πλειότερα σπίτια είναι ισόγεια, κι' είναι το ένα κοντά στα άλλο, και δεν χωρίζονται παρά από κανέναν κήπο. Τη βραδειά εκείνη από το χειμωνιάτικο σκοτάδι έφεγγαν οι θύρες και τα παράθυρά του. Η μεγάλη κοκκινωπή αναλαμπή, που έβγαινε μέσα από τα σπίτια, δεν είταν από τα πολλά λυχνάρια τους, αλλ' από τα ξηρά ξύλα, που έβαναν στη στια και για το ζέσταμα των ανθρώπων και για το φώτισμά τους αντάμα.
Αλλ' εκείνος χάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλλιά, γαυγίζοντας «γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν θλιβερά στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. »
Μες 'ς το σκοτάδι το βαθύ χιλιόχρονο ρουπάκι Φοβέριζε τον ουρανό με ταγριομάνητό του. Στοιχειό της γης περήφανο, βουλήθηκε να φτάση Τα σύγνεφα με τα κλαριά, τον άδη με τη ρίζα, Και δεν ανανοήθηκε που ο χαλαστής ο χρόνος Τούχε φωλιάση 'ς την καρδιά και τώσκαφτε λαγούμι Δουλεύοντας σιγά σιγά με τα σκυλόδοντά του. Εις το βαρύν τον ίσκιο του, περίχαρο λουλούδι Ποτέ δεν εξεφύτρωσε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν