Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


»Και σκιάχτρο και σκοτάδι.» σ. 77. Σκιάχτρα . Κυρίως τα φόβητρα διά ων εκφοβίζουσιν οι γεωργοί τα πτηνά όταν επιπίπτωσι φθοροποιά και πειναλέα. »Και κατασάρκι μελανό.» σ. 77. Κατασάρκι . Το κατά την εγκαινίασιν της αγίας Τραπέζης πρώτον επιτιθέμενον αυτή ύφασμα. »Και να με πνίξη το ψωμί.» σ. 77.

Σήκωσε το κεφάλι και τήραξε γύρω του. Πίστεψε πως θα λάβαινε απάντηση. Μα τίποτα. Το σκοτάδι βασίλευε μέσα στο δωμάτιο. Οι βιβλιοθήκες διαγράφονταν στον τοίχο πιο μαύρες και σκοταδερές σαν πένθιμα παραπετάσματα. Τα κεφαλοκόλωνα, οι λήκυθοι, τα χτερίσματα, με την υγρασία και το χώμα τους, έβγαζαν οσμή ανυπόφερτη σαν ξεθαμμένα κόκκαλα. Κι αυτό το άγαλμα της Δόξας τον αναγούλιαζε.

Καθώς περνούσε το στενό δρομαλάκι, που έβγαζε στην εκκλησία, γλυστρώντας απάνω στανηφορικό καλντερίμι, τινάχθηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Έσφιξε με τα δάχτυλά του το Δισκοπότηρο, μην του πέση απ' τα χέρια. — Καταραμένο ζωντανό! Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! Ένα σκυλί, ξαπλωμένο στο κατώφλι μιας θύρας, ξαφνιάσθηκε απ' το παράξενο πέρασμα του μαύρου ράσου μέσα στο σκοτάδι.

Γιατί κτυπούν έτσι τα δόντια σου; Προχώρησε να φύγουμε. Έλα κοντά μου. — Έρχομαι. Τα πόδια μου είναι μολύβι. Προχωρήσαμε μες στο σκοτάδι. — Σφίξε μου το χέρι. Έλα κοντά μου. Κρατούσαμε σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, τα νύχια μου είχαν μπη βαθιά στα κρέατα του κ' ένοιωθα τα νύχια του να σχίζουν τη σάρκα μου. Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. — Σφίξε μου το χέρι, σου λέω. Τρέμω...

Εβουλήθηκε να πάη πουθενά; ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τόρα και τον κασιδιάρη ανάγκαζε να πηγαίνη αναζητώντας πράγμα που δε έχασε ποτέ. Τέλος είδε στον βράχο μια μεγάλη σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδή; Τοίχους γδυμνούς περίγυρα. Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει στο σκοτάδι τικτακ, τικτακ σιγαλό σαν ν' αργοστάλαζε νερό.

Ο Έφις δεν απάντησε∙ έκλεισε τα μάτια, έκλεισε με το χέρι το αυτί, αλλά η φωνή του παιδιού βούιζε μες στο σκοτάδι και του φαινόταν να είναι εκείνη η ίδια η φωνή των πνευμάτων του παρελθόντος.

Και πέρα βαθειά, στο σκοτάδι μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός εχύθη χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσεν ο δαίμονας στον ψώφιον αλλαλαγμό μας. Απελπίστηκα. — Το γουρούνι μωρέ! τι το φυλάτε το γουρούνι! εφώναξα. — Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέγει ο Μπίρκος. Τρέχω κοντά το κλωτσάω, το σπρόχνω, τραβώ τις τρίχες, του ξεριζώνω τ' αυτιά. Τίποτα.

Σαν άνοιγε τα μάτια της, η πρώτη της ματιά έπεφτε στο ραβδί της, χαϊδευτική και παραπονεμένη. Και το κοκκαλιάρικο χέρι της άπλωνε λες μοναχό του κ' έπιανε το ξερό ραβδί και το πασπάτευε μέσα στο σκοτάδι, σα να χάιδευε ανθρώπινο χέρι. Και το ραβδί πάλι, μολονότι που ήτανε ξύλο, φαινότανε να τη συμπονάη και να τη λυπάται, περισσότερο απ' τους αγίους και τους ανθρώπους.

Πλην τέλος λέγω: «Τι ζητείς » Μεςτο βαθύ σκοτάδι; « Μανούλα μου, το μνήμα του » Αφίνει ο πεθαμένος;» » — Κι' όμως εγώ για σένανε, » Για σένανε, παιδί μου, » Αυτή την ώρα, τέκνο μου, » Τ' αφήκα. — » Η φωνή μου Και πάλι τότ' εσβύσθηκε, Μένω βουβός, σκιαγμένος.

Τα δε πλοιάρια παρασυρθέντα ήρχισαν να συγκρούωνται επί των μαρμάρων της προκυμαίας. — Βοήθεια! εξηκολούθουν να φωνάζουν οι γρυπαράδες, των οποίων η τράτα η ολογάλαζη είχε διπλαρώσει επί της αποβάθρας, κινδυνεύουσα να θραυσθή. Τότε και οι κάτοικοι εξεγερθέντες έσπευσαν με τα φαναράκια προς τον λιμένα, ασκεπείς και ημίγυμνοι, με της γούναις εις της πλάταις των. Νύκτα-μεσάνυκτα και σκοτάδι πίσσα!

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν