Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Τι να κάμη να τους οικονομήση κι ο βλογημένος ο Παπάς. — Ε, βλογημένοι μου, τους λέει· σα δε μπορείτε να συφωνήστε, ή το 'να, ή τ' άλλο, ή να βρέξη, ή να μη βρέξη να ταφήσουμε, λέγω γω, στου Μεγαλοδύναμου το θέλημα. Ό,τι θέλει, ας κάμη, δόξα νάχη! Θέλει ας βρέξη, θέλει ας μη βρέξη!.. — Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Την καρδιά μου σπάραξε!
— Εγώ 'πήα. Κατές βάθος απού τώχει; τρεις φορές σαν τον εγκρεμό πούδαμε. Και κάτω στου πάτο τρέχει ένα νερό. Σα ξανοίξης από πάνω κάτω, ζαλίζεσαι και θαρρείς πως σε ρουφά το φαράγγι και πως θα σε καταπιή. — Ήκουσα πως οι νεράιδες έχουν εκειά μέσα κατοικητήριο. — Έτσα λένε... Εσύ ζαλίζεσαι σα ξανοίξης σεγκρεμό; — Όχι, είπα. — Εγώ ζαλίζομαι και θαρρώ πως έτσα θα πέσω να σκοτωθώ κιαμιάν ημέρα.
« Και πώς εσύ πιστεύεις πως θα πας 'στου Αβραάμ τους κόλπους να το στρώσης, αφού δεν σ' εμνημόνευσε παπάς, γιατί λεπτό δεν έχεις να του δώσης; «Πού κόλλυβα για σένα και παπάδες; πού είναι προσφοραίς και θυμιάματα, πολύφωτοι λαμπτήρες και λαμπάδες, ευχαίς και λειτουργίαις και τρεχάματα;
Και κοντά στου Πίπιζα το καΐκι ένας με τον άλλον οι δουλευτές, γνώριμοι και φίλοι εδούλευαν μεστά και σύγκαιρα εφρόντιζαν να μάθουν τα νέα της πατρίδας κ' επειράζονταν πολλές φορές συναμεταξύ τους για την τραυλή προφορά του ενός, την ανισόρροπη κορμοστασιά του άλλου, τ' αδέξια κινήματα και την περπατησιά του τρίτου.
Πρώτος οχτρό ο Αντίλοχος χαλκόπλιστο σκοτώνει, το Χέπωλο, ένα απ' τα καλά των Τρώων παλικάρια· αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντερού του κράνους τη λάμα ομπρός, και τούμπηξε στο κούτελο του τ' όπλο, 460 κι' ως μέσα η μύτη χώθηκε το κόκκαλο περνώντας, και του σκοτείνιασε το φως· σαν πύργος τότες χάμου γκρεμίστη ο νιος μες στην καρδιά της λυσσασμένης μάχης.
— Όχι, όχι· αποκρίθηκε στενάζοντας ο Περαχώρας· δεν ήρθε ακόμα η ευλογημένη ώρα· πλησιάζει, αλλά δεν ήρθε· έχουμε αλλού εργασία. — Ο φίλος μου έλαβε διαταγή να πάη στου Πέτρου του Θεομίσητου κ' εγώ στου Βασίλη του Ζάρακα· είπε βιαστικά ο Γκενεβέζος. — Ναι· είπε κι ο Περαχώρας μαντεύοντας το ξάφνισμά του. Έχουν, βλέπετε, κ' εκείνοι τη σημασία τους. — Σημασία! εψιθύρισε αφαιρεμένος ο Αριστόδημος.
Αφτόνε ο Αίας σούγλισε στου ζουναριού τα μέρη· 615 και κάτου κάτου στην κοιλιά του μπήκε το κοντάρι, και χάμου βρόντησε. Έτρεξε ο ξακουστός τότε Αίας ν' αρπάξει την αρματωσά, μα τούρηξαν οι Τρώες τα μακροδρόμα ολόλαμπρα κοντάρια· κι' η ασπίδα άρπαξε απάνου της πολλά· κι' εκείνος στο κουφάρι το πόδι απάνου βάζοντας, το χαλκωμένο φράξο 620 το τίναξε όξω απ' το κορμί.
Εδώ στο Δαμαριώνα, στην Αξιά, που κάθουμαι τώρα και γράφω, ήρθα προψές ταπόγεμα, η ώρα μια· πήγα στου βουλεφτή· δε με γνώριζε διόλου· του είπα τι γυρέβω. Αμέσως, στην ίδια στιγμή, γέμισε το σπίτι παιδιά, παραμύθια — και φαγιά. Όλοι, όσους είδα πάντα και παντού έβαλαν τα δυνατά τους, να μ' εφκολύνουν τη δουλειά· ήξεραν πολύ καλά τι σπουδάζω, τι αξίζει η σπουδή, σε τι καταγίνουμαι τόσα χρόνια.
Πρώτος του Τελαμώνα ο γιος, των Αχαιών το κάστρο, 5 έσπασε λόχο Τρωικό κι' αλάφρωσε τους φίλους, άντρα λεβέντη ορθόκορμο τρυπώντας, τον Ακάμα, που μες στους Θράκες είτανε το πιο καλό κοντάρι. Αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντοπλούμιου κράνους τη λάμα, κι' έμπηξε μπροστά στο κούτελό του τ' όπλο· 10 κι' ως μέσα χώθηκε ο χαλκός του στόκου, διαπερνώντας το κόκκαλα, και σκοτεινιά του σκέπασε τα μάτια.
Με τη γκλίτσα πατούν τα κατσάβραχα, μ' αυτή βαρούν τα σκυλιά, μ' αυτή τους χωριάτες, άμα δε δουλεύει ο κόπανος του γκρα, και με την ίδια γραπόνουν καμιά ψιμαδούλα αρνάδα για το σουβλί. Έφτασαν στου κυρ πάρεδρου. Τα σκυλιά, τα μαντρόσκυλα του χωριού, χαλώντας τον κόσμο με τ' αλυχτίσματά τους, τους έκλεισαν ζουνάρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν