United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την παράδοση μόνος εκείνος την έχει· η αρχαία γλώσσα, για να πέση στου λαού το στόμα, κατέβηκε ίσια το δρόμο της, η για να το πούμε πιο σωστά, τύπους άλλαξε, δεν άλλαξε στόμα. Το στόμα πάντα ελληνικά λαλούσε. Βλέπετε λοιπό με τι τρόπο πρέπει να κρίνουμε τα πράματα και να καταλάβουμε τα ιστορικά φαινόμενα.

ΑΠΟΛΛΩΝ Ω, βέβαια• είσαι εχθρός εσύ εις τους ανθρώπους και όλοι σ' αποστρέφονται και οι θεοί ακόμη. ΘΑΝΑΤΟΣ Λέγε ό,τι θέλεις. Βέβαια εγώ δεν θα σου κάμω πράγμα, όπου δικαίωμα δεν έχεις να σου γίνη. ΑΠΟΛΛΩΝ Κι' όμως αδίκως φαίνεσαι σκληρός. Χωρίς να θέλης σε κάποιον άλλον πούρχεται θενά υποχωρήσης, σε κάποιον άνδρα, που έρχεται στου Φέρητος το σπίτι.

Αλλά εσένα, κόρη μου, ποιός θα σε αναθρέψη όπως σου πρέπει; Άρά γε της μητρυιάς τα λόγια, 'σαν μεγαλώσης, δεν μπορούν να σε κακοφημίσουν και να σου καταστρέψουνε την τύχη σου, παιδί μου; Δεν θάχης τη μαννούλα σου, αυτή να σε παντρέψη και να σταθή στο πλάι σου, στου τοκετού την ώρα, που τίποτε γλυκύτερο δεν είν' από την μάννα. Γιατί εγώ πεθαίνω πια.

Ο J. J. Renaud, που είχε το ευτύχημα να γευματίση την εποχήν εκείνη μαζί του σ' ένα συγγενικό σπίτι, στου κ. και της κ.

Είταν όμως κουτοπόνηρος ο Κωστάντιος, και την κουτοπονηριά μήτε λογική μήτε συμπάθεια δεν την αγγίζει. Έμεινε αμετάπειστος· κι όχι μονάχα αμετάπειστος, μόνο αγρίεψε κιόλας, και πρόσταξε κατατρεγμούς που μονάχα στου Διοκλητιανού τους καιρούς βρίσκουν ταίρι. Πλανιούνταν ο άγιος ο γέρος από ρημιά σε ρημιά, από μοναστήρι σε μοναστήρι.

Τον ευχαρίστησε λοιπόν όπως ημπορούσε, κ' επήρε τον δρόμο, να πα στου πεθερού του το κτήμα, να ιδή μην έπαθεν ο αδελφοποιτός του τίποτε, να φέρη την είδησι. Μα σαν έφθασε μισαποθαμένος ως την θύρα του, δεν τον έβαλε μέσα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ωιμένα, τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη; ΙΣΜΗΝΗ Σε ποιο θε να τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο; ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ Ω μνήμα, στου πατέρα σας το πλάι ετοιμασμένο!

Ήρθε να κλάψη τόρα·να θρηνήση ήρθε. Τα κοψίδια, που τόνε μοίρασε ο φριχτός του Σουλτάνου δήμιος, να μετρήση ήρθε! . . — Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Θεριά δακρύζουν στο κλάμα της ορφανής τρυγόνας. Πέτρες σπαράζουν στου πικρού χωρισμού της το θλιβερό στεναγμό. . . — Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! καημένε Μέμο ! . . .

Κι' αφτοί τρεχάτοι πήραν δρόμο. 150 Έτσι ήρθαν στη μυριόπηγη κυνηγοβόσκητη Ίδα, κι' ήβραν το Δία στου βουνού την άκρη καθισμένο, στο Ξέφαντο· κι' είχε άλωνα μοσκαχνισμένο γνέφι. Κι' ομπρός σαν ήρθαν στων θεών κι' αθρώπων τον πατέρα, στέκουν και καρδιοχάρηκε, άμα τους είδε, ο Δίας 155 που έτσι τα λόγια τ' άκουσαν της γυναικός του αμέσως.

Έρχεται η Αριάδνη κι ονομάζει τον Αναστάσιο. Στέργουν αμέσως οι προύχοντες, και στέλνει ο Μάγιστρος αξιωματικούς στου Αναστασίου να τονέ φέρουνε στο παλάτι. Άμα ήρθε ο Αναστάσιος, έγινε η θανή του βασιλικού λειψάνου κατά τα συνηθισμένα, κ' έτσι πέρασε η μέρα εκείνη.