Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Πηγαίνει τους μενεξέδες στον τάφο του ανδρός της. Δεν τονέ ξέχασε ακόμα. Ο δεύτερος δεν εμίλησε. Έσκυψε και μύρισε βαθιά απάνω στην κουμπότρυπά του το μπουκετάκι με τους μενεξέδες, που τους είχε μοιρασθή μ' έναν πεθαμένο. Τα μάτια του λάμπανε από αγάπη κι' από ζήλεια. Το λεωφορείο τράβηξε το δρόμο του. Ήτανε μεγάλη γιορτή, μια φωτεινή απριλιάτικη μέρα.

Αφροδίτης στη λύσα μόνο του ολόθερμου φιλιού, στη μανία του φλογερού, του ολόκαφτου της σάρκας έρωτα· στης λαγνείας τη φλόγα, στα ολόγυμνα όργια, στον ακράτητον του πόθου αγώνα, στην κούρασην τη νεβροκαταλύτρα και την ηδονική αποκάρωση. Όχι στην ομορφιά· στα πλαστικά κάλλη όχι. Όχι στο εβγενικό φέρσιμο· στους τρόπους τους γλυκούς ούτε.

Βελονιές μυριάδες, μικρές βελονιές, σχημάτιζαν απάνω της το περίπλοκο κέντημα των πόνωνπου δεν το ζωγράφισαν ποτέ χέρια φτωχής κόρης σε δαντέλλα μηδέ τ' άστρα στον ουρανό. Κάτου απ' το πεύκο η πεθαμένη καρδιά εστέναζε κι' έλεγε. — Δε στενάζω που η πληγές μου ήταν μυριάδεςμόνο στενάζω που ήταν τόσο μικρές, που ήταν βελονιές.

Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη· όμως εκεί τον άφισε, κι' ας έκλαιγε το βλάμη, και τον Κεβριόνη φώναξε τα γκέμια ναν του πιάσει, τον αδερφό του εκεί κοντά· κι' αφτός ακούει και τρέχει. Τότε όξω ο ίδιος πήδησε απ' το πανώριο αμάξι 320 σκούζοντας σα θεριό, κι' αρπάει στο χέρι μια κοτρώνα κι' ίσια στον Τέφκρο χοίμησε, ναν τόνε φάει ζητώντας.

Κ' είχα ένα φόβο, μιαν υποψία . . . έλεγα ναφήσω το βοτάνισμα, νάρθω, να τρέξω, στον μπαχτσέ 'πίσω . . . Κ' έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει . . . Και δε μούκανε καρδιά, ναφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ! δίκηο έχεις, ό,τι και να πης, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες!

Υπέλαβεν επιδοκιμάζων και ο μογιλάλος και ζητών να λάβη μίαν τηγανίταν, αίτινες ευωδίαζον εκεί, σωρός, εντός μεγάλου ωοειδούς πινακίου. — Εμείςτο Προμύρι είχαμε μεγαλείτερο μέτρο, μα αφού εδώ σεις θέλετε μικρότερο, μάλιστα, το μικρότερο κυρά-χήρα, να μη παραπονιέσαι. Εγώ δεν θέλω να παραπονιέσαι. — Αυτά να τα πης 'ςτον κλήδωνα, κυρ-Δμάκη.

Άρχοντες, δε στέκει στον ιστορητή, που θέλει να σας ευχαριστήση, να λέη πάρα πολλά.

Ο πάγος που είχε πήξει γύρω στην καρδιά μας λυώνει. Ξεσπούμε σ' άγρια δάκρυα αγωνίας και σκύβουμε το μέτωπό μας ίσαμε τη γη, γιατί ξέρομε πως κάναμε αμαρτία. Όταν έχουμε κάνει μετάνοια και αγνισθή και πιη από τη βρύση της Λήθης και λουσθή στην πηγή της Εύνοιας η δέσποινα της ψυχής μας μάς σηκώνει ψηλά στον Ουράνιο Παράδεισο.

Τι κάμνει, όσο λείπει; Τι κάμνει, με θυμάται; Και δεν παίρνω την αναπνοή μου. Κι από το πρωί ως τα βράδυ όλο το ίδιο. Μήπως εγώ γελώ και χαίρουμαι και σεργιανίζω και χωρατέβω; Μπορώ να πιάσω δουλειά; Μπορώ τίποτις ναρχίσω; Μια τρύπα στον τοίχο κι όλο να τη βλέπω! Εγώ την αγαπώ. Αφτό είναι βέβαιο. Είναι το μόνο βέβαιο.

Έγινε με μας όπως με τα παιδιά του παραμυθιού, που πλανηθήκανε καιρό στη μαγική χώρα κι άμα γυρίσανε στον τόπο τους, βρήκανε πως ο καιρός βιάστηκε και γέρασε και κούρασε τους ανθρώπους γύρω τους. Άφωνοι κι ονειρεμένοι καθήσαμε στην ακρογιαλιά και κοιτάζαμε το φιόρδ. Εκεί μένανε όλα όπως είταν και κει που καθόμαστε λησμονήσαμε το καινούριο σπίτι και την καταστροφή που έγινε πίσω μας.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν