Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . . Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της- Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια.
Ο Δημητράκης γύρισε πεισμωμένος μέσα και βρέθηκε κατάμπροστα στον Αριστόδημο. — Η Ελπίς είνε ; τον ρώτησε ξερά εκείνος. — Ποια Ελπίς, βρε αθεόφοβε; Και τούτη θέλεις να μου την αλλάξης! Η φάτσα σου την έδιωξε από τη μάντρα κ' η λέξη σου από την καρδιά μου. Όχι Ελπίς, Ελπίδα τη λένε· Ελπίδα και πάω να την βρω!
Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακήσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι. ΣΗΜ. Κ' εδώ αφίνουμε μερικές σελίδες. Περνούσαν ως τόσο τα χρόνια. Τον ένοιωθα πια τώρα τον εαυτό μου.
Λοιπόν έτσι που θα στα ειπώ, έτσι θα πάρουν τέλος. Γιατί είναι εχθρός μου άσπονδος ως και στον Άδη εκείνος, που κρύπτει άλλα στην ψυχή, και άλλα στο στόμα του έχει. Εγώ λοιπόν θα σου τα ειπώ, καθώς θα πάρουν τέλος.
— Γουάι, γουάι! φίου!... Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά. — Καλμέρα σας. Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'ςτο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτον ώμο. — Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;
Νόμοι και Επινομίς Το πιο ώριμο από τα έργα του Πλάτωνος, σε δώδεκα βιβλία. Ο διάλογος, στον οποίο δεν παρουσιάζεται πια, διδάσκοντας ή ελέγχοντας, ο Σωκράτης, μα κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, δηλαδή ο Πλάτων, διεξάγεται κατά το διάστημα μιας πορείας από την Κνωσσό ως το άντρο του Διός: μιας ημέρας.
Οι τρεις κυράδες ευχαριστήθηκαν το τραγούδι και μετά τραγούδησαν και αυτές, ώστε το φαγητό τους ήταν γεμάτο ευθυμία και κράτησε πολύ περισσότερο από συνήθως. Στο τέλος, βλέποντας ότι ο ήλιος πήγαινε προς την Δύση, η Σεραφεία είπε στον βαστάζο, «Σήκω και φύγε· είναι ώρα πια να χωρίσουμε».
Σιγά σιγά επήγε στον τοίχο, κατέβασε τρέμοντας τα όπλα, τα εκαθάρισε από τη σκόνη και εδίσταζε, και θα εδίσταζε ακόμη για πολύ αν δεν την επίεζε ο Αλβέρτος με ένα ερωτηματικό βλέμμα. Έδωκε το ολέθριο όπλο στον υπηρέτη, χωρίς ούτε λέξη να μπορέση να προφέρη και, όταν αυτός εβγήκε απ' το σπίτι, εμάζεψε την εργασία της, επήγε στο δωμάτιό της σε μια κατάσταση ανέκφραστης αβεβαιότητος.
Και τρομάξαντας ο Αρκάδιος στέλνει και ρωτάει τον Άγιο Νείλο στ' Όρος Σινά, τι σήμαιναν αυτοί οι σεισμοί. Είταν ο Νείλος μέγας και πολύς στον καιρό του Θεοδοσίου· ως κ' έπαρχος του Πραιτωρίου της Ανατολής έκαμε τότες. Άξαφνα όμως ταφίνει όλα και πηγαίνει στ' Όρος Σινά κι αφιερώνει ψυχή και σώμα στα θεία. Του στέλνει λοιπό μήνυμα ο Άγιος Νείλος του Αρκαδίου πως αμάρτησε που ξόρισε το Χρυσόστομο.
Κατόπιν πήγε στην πόρτα ενός ντουλαπιού και έκανε νόημα στον βαστάζο να την ακολουθήσει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν