Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Τότε απ' το πόδι τον αρπάει και στα νερά τον ρήχνει 120 να πάει το ρέμα, κι' έπειτα καμαρωμένος είπε «Τα ψάρια σύρε αφτού να βρεις, π' απ' την πληγή σου γύρω θα γλύφουν αίμα αξέγνιαστα.

Την πήρε από το χέρι ο νιος την ώμορφη την κόρη Και να, σε δαύτη τη σπηλιά, στο μονοπάτι δίπλα, Νυφούλα δίχως γάμου ευκές και βλογητό στεφάνι. Με τα φιλιά την έσυρε με χάιδια ο ψωμοπάτης. Χλόη δροσερή από τα βαρκά, μυρτιές από το ρέμα, Πεύκα του λόγγου ευωδερά, λουλουδιασμένες δάφνες Κι αρείκη του βουνού απαλή και νιόβγαλτο θυμάρι Έκοψε κ' έστρωσε ο βοσκός κ' έγειρ' εκεί την κόρη.

Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Παιδί μου, ναι όλα αφτά σωστά τα μίλησες και δίκια. Εγώ 'χω αθρώπους και πολλούςεγώ 'χω ναι και γιους μου 170 παράξιουςπου μπορούν να παν το μήνυμα να δώκουν. Μα το στρατό πολύ βαριά τον πλάκωσε φουρτούνα, τι από 'να ράμα κρέμεται η τύχη μας πια τώρα, :τάχα θα ζήσουμε ή γραφτό το ρέμα να μας πάρει.

Αυτό είτανε τόνα το ρέμα, το τεχνητό. Είχαμε όμως και τάλλο, το φυσικό.

Εν μέσω αυτών εσχηματίζετο το γαλήνιον Διαπόρτι, όπερ ο Μανώλης μετεχειρίζετο ως όρμον του. Δύο-τρεις άλλαι, μικρότεραι σκαμπαβίαι, ήσαν συρμέναι έξω, υψηλά εις τους θάμνους της ακτής, διά την τρικυμίαν, εκεί όπου εκχύνεται του Αγά το Ρέμα, ένας χείμαρρος γεμάτος πρασινάδα εις τας όχθας του και καβούρια εις το ρεύμα του. Χιόνος παχύτατον στρώμα εκάλυπτεν όλην την νήσον από μιας ημέρας.

Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει και του κάνει «Πάει πια, Αχιλιά, εγώ πέθανα, και τώρα εσύ κοιμάσαι και με ξεχνάς· σ' άλλους καιρούς με φρόντιζες, σα ζούσα. 70 Θάψε με, αδρέφι, τη μπασιά πια να διαβαίνω τ' Άδη. Μακριά με διώχνουνε οι ψυχές των πεθαμένων ήσκιων, το ρέμα αντίκρυ να διαβώ δε θεν και δε μ' αφίνουν, Μον έτσι εδώ κι' εκεί γυρνώ μες στ' Άδη τη θολάδα.

Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και να το θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα 420 με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του.

Μα γρήγορααργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος; Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του.

Το θέλω κ' εγώ; Να, έτσι κάνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου. Και έδειξε πέραν προς τον μαύρον δρυμόν, όπου υπελεύκαζον όγκοι τινές υψηλοί. — Είνε βράχια, απήντησεν ο αρχηγός. Ντροπή σου! — Ήμουν δεκαπέντε χρόνων, σου το είπα. Επερνούσα από το ρέμα, ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα, μαύρο, κατάμαυρο, όπως μαυρίζει εκείκαι έδειξε πέραν το δάσος. — Ήτον καταμεσήμερο, και της ηύρα κ' εχόρευαν.

Σαν έσαξε κάθε αρχηγός τους λόχους τους δικούς του, οι Τρώες με φωνή κι' αχό σαν όρνια ροβολούσαν, όπως στον ουρανό αψηλά οι γερανοί φωνάζουν, π' αφού σωθούνε από βαριά βροχή κι' ανεμοζάλη, κοπάδι στ' Ωκιανού πετάν με λαλητά το ρέμα 5 φέρνοντας φόνους κι' όλεθρο μακριά στους Σπιθαμένιους· πόλεμο εκεί αρχινούν κακό μόλις χαράξει η μέρα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν