Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Κι έξαφνα σα να χύνουνταν καμιά ανεπάντυχη χαρά, άλλαξε ο σκοπός, αλλά το ίδιο κομμάτι με την ίδια ψυχή και τον ίδιο πόνο.

Μακρυά της, ήξερε ότι ο θάνατός του ήτανε βέβαιος και προσεχής. Καλλίτερα να πέθαινε με μιας, παρά σιγά- σιγά κάθε μέρα. Όποιος ζη με πόνο είναι σαν πεθαμμένος. Ο Τριστάνος επιθυμεί το θάνατο, θέλει το θάνατο. Αλλ' ας μάθη τουλάχιστον η Βασίλισσα ότι πέθανε για την αγάπη της. Ας το μάθη! Ο θάνατός του θα είναι έτσι πειο γλυκός.

Κι' αν αποτύχω, ή ο θάνατος δεν έλθη να αρπάξη το αιματωμένο γλύκισμα, στον Άδη θα κατέβω σ' τανήλια βασίλεια της Περσεφόνης κάτω να την ζητήσω. Και καμμιά αμφιβολία δεν έχω πως θα την φέρω γρήγορα την Άλκηστιν απάνω στα χέρια του συζύγου της να τηνε παραδώσω που πρόθυμος εδέχθηκε στο σπίτι του τον ξένο αν κ' είχε τέτοια συμφορά κ' εσκέφθηκε να κρύψη τόσω γενναίο τον πόνο του, κανένα μη λυπήση.

Ο ξένος ξένα περπατάει, τηράει και βλέπει ξένα, Το φίλο που γνωρίζεται γυρεύει στα χαμένα. Παρακαλώ σε, Φύλλι μου, το γράμμα μου σα λάβης, Τον πεδεμό του ξένου σου καλά να καταλάβης. Κι' ένα προς ένα, ως βρίσκουνται αραδικά με τάξι, Να βάλης την καρδούλα σου βαθιά να τα ξετάξη. Για να αιστανθή τον πόνο μου, και να με συμονέση, Να δώκη την απόκρισι χωρίς ν' αργοπορέση.

Ήταν ένας λαός αρχαίος που προχωρούσε, προχωρούσε ψέλνοντας απλοϊκούς ύμνους των πρώτων χριστιανών, προχωρούσε, προχωρούσε, μεθυσμένος από πόνο και ελπίδα, σε ένα δρόμο σκοτεινό που έβγαζε σε τόπο φωτεινό αλλά μακρινό, απλησίαστο. Ο Έφις, με το κεφάλι μες στα χέρια έψελνε και έκλαιγε. Η Γκριζέντα κοίταζε μπροστά της με μάτια υγρά που αντανακλούσαν τη φλόγα των κεριών∙ έψελνε και έκλαιγε κι εκείνη.

Άπειρο είνε το θανατικό που τοιμάζει, κι άπειρη αγάπη χρειάζεται. Σήκω και πάρε της αληθινής της αγάπης το μαύρο το δρόμο. Στεφ. Αλήθεια είταν ή όνειρο; Πρόσωπο της Αρετούλας, μα στάση, φορέματα, στεφάνι, σαν της Αγιά Μαρίνας την εικόνα, εκεί στο ξωκκλήσι. Φωνή γυναικήσια με λόγια Θεού. Λόγια που τονέ σκορπίσανε σαν ανάλαφρη μούχλα τον πόνο μου.

Αισθάνθηκα κάποιο πόνο, αλλ' η σκέψη μου δε χρονοτρίβησε πολύ στο Βαγγελιό και τις αρρώστειες της. Ωχ! αδερφέ, κι αυτή όλο άρρωστη θάνε; Τι να τον κάνω 'γώ το βήχα και τις κλάψες της; Η αρρώστεια της, πούγινε εμπόδιο στα νέα μου ονειροπολήματα, άρχιζε να μου πειράζη τα νεύρα.

Για αφτό σε κλαίω με πόνο, σε λαχταράω που πέθανες, γλυκόλογέ μου πάντα300 Έτσι θρηνούσε, κι' έκλαιγαν κατόπι κι' οι γυναίκες, εκείνον τάχα μα καημούς η καθεμιά δικούς της.

Και μια φαρμακωμένη αυγή μώρχετ' ένας δικός της, Και παίρνει το κοπάδι της και πάει κι' αυτός και φεύγει Ακαρτεράω ακόμα εγώ, ναρθή μια μέρα η κόρη, Για να της πω το ντέρτι μου, τον πόνο της αγάπης. Είπα 'ς τ' αστέρια τ' ουρανού, 'ς της νύχτας το φεγγάρι, 'Στον ήλιο τον χρυσόλαμπρο, 'ςτ' αηδόνια και 'ςτ' αγέρι Να μου την φέρουν μιαν αυγή, και δεν μ' ακούει κανένα.

Όταν τώπαιζα με τόση λαχτάρα στο πιάνο, εδώ και τόσα χρόνια, γύρευα στο σπαραγμό του μιαν ανακούφιση για ένα δικό μου πόνο. Θυμάσαι τη Βέρα, γιατρέ; ΜΗΣΤΡΑΣΤην πρώτη σου αγάπη στην Κηφισσιά; Πώς δε θυμάμαι; Μια δυστυχισμένη αγάπη. Το πείσμα ενός πατέρα . . . ΦΛΕΡΗΣ — Κ' η αδυναμία η δική μου, γιατρέ. Μούλειψε η δύναμη ναρπάξω με τα χέρια μου την ευτυχία που μούστειλε ο ουρανός.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν