Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Πυρ είμαι τώρα και αήρ· αφήνω εις χαμερπεστέρας υπάρξεις τα λοιπά στοιχεία του σώματος. — Καλά. — Ετελείωσες; Ελθέ λοιπόν, ελθέ να λάβης την τελευταίαν θερμότητα των χειλέων μου. Μήπως έχω την ασπίδα εις τα χείλη μου; Πώς! πίπτεις; Αν τόσον ησύχως χωρίζεσαι από την φύσιν, το κτύπημα του θανάτου είναι ως τσίμπημα εραστού, το οποίον είναι επιθυμητόν, μολονότι προξενεί πόνο.

Και θα της είναι τριπλά φοβερότερο κοντά σε όλα αυτά να θλίβη τον άνθρωπο, που αγαπά περσότερο απ' όλα στον κόσμο και να μην της είναι δυνατό να κάμη τίποτε για να του αλαφρώση τον πόνο. Κάποτε κάθεται και με κοιτάζει, άμα νομίζη πως δεν το παρατηρώ και τότε παίρνει το πρόσωπό της μια τέτοια έκφραση απελπισιάς, που μου ξεσκίζει την καρδιά.

Σε ποιον να πη τον πόνο του; Άλλος καμπούρης δεν ήταν στο νησί. Τον έτρωγε το μαράζι τον Λαζαράκη. Συχαινότανε όλους τους ίσιους ανθρώπους. Κι' αν βρισκότανε κανένας να του πη: «Μωρέ θέλεις, Λαζαράκη, να σε κάνω ίσιο σαν τη λαμπάδα, να μη σε περγελάη ο κόσμος;» — «Όχι, αδελφούλη μου, θα του έλεγε.

Μας πλησίασε ποθώντας ξίφος τη σαστικιά του κι όχι σαστικιά ζητώντας τη μάνα του και μάνα των παιδιών. Στον πόνο του θεός του δείχνει άνθρωπος όχι αυτόν τον τόπον, γιατί κανείς δεν το ’καμεν από μας όλους και τρομερήν αφίνοντας φωνήν, ως να ’ταν κανείς που να του ’δειχνε το δρόμο, ορμάει στις θύρες, καταστρέφοντας τα μάνδαλά τους.

Κάτι μούλεγε το πονετικό εκείνο το πρόσωπο, τα κατάμαυρα μάτια του, που γλυκαστράφτανε στου λυχναριού τις αχτίδες, το ήμερο και στοχαστικό του χαμόγελο, κάτι που μ' αποτραβούσε, και στη ψυχή του μέσα γύρευε να με κατεβάση, να γνωρίσω τα φυλλοκάρδια του, και να μάθω τον κρύφιο του πόνο. Τέλος, καθίσαμε στο φαγεί. Μονάχα οι άντρες όμως.

Αριά και που απαντούσαμε κάνα κοπάδι πρόβατα μαζεμμένα όλα μαζί, σχεδόν κουλουριασμένα, που τραβούσαν λυπημένα γρήγορα γρήγορα με σκυμμένα κεφάλια χωρίς να κοιτάζουν να βοσκήσουν με τα κουδούνια τους αφίνοντας μέσα στη ρεμματιά λυπημένους αχούς. Όλη η ατμόσφαιρα είταν γεμάτη από βαθύ παράπονο, από απέραντη, θλίψη, από μεγάλο πόνο.

Πλην τέλος δεν εβάσταξα, Δεν 'μπόρεσα να πνίξω Το δάκρυ, που κατέβηκε Την κάτωχρη παρειά μου, Και λέγω: «Της μανούλας μου, » Σκιά! Σκιά γλυκειά μου! . . . . » Και πλέον δεν εμπόρεσα Το στόμα μου ν' ανοίξω. Μόνο τ' αχνό της πρόσωπο Ξανακυττάζω πάλι, Και βλέπω χαμογέλασε, 'Σάν το λαμπρό φεγγάρι, Κι' από το 'μάτι 'γλίστρησε, 'Σάν το μαργαριτάρι Το δάκρυ. Σκύφτει· με φιλεί Με πόνοτο κεφάλι.

Βλέπε κάλλιο το στεφάνι που φέγγει γύρω στο πρόσωπό μου. Κάλλιο άκουγε τον πόνο που βγαίνει με τη φωνή μου. Πόνο μήτε για σένα μήτε για μένα, μόνο για τους μύριους που θα τους σκεπάση αυτό το χώμα.

Γιατί η Τέχνη, όπως το ενόησε ο Πλάτων, κι όχι δίχως πόνο, πλάθει στην ψυχή του ακροατή ή του θεατή ένα είδος θείας μανίας. Δεν πηγάζει από την έμπνευση, μα εμπνέει. Δεν είναι το Λογικό η δύναμη που αποτείνεται. Μια φορά κι αγαπά κανείς την Τέχνη, πρέπει να την αγαπά περισσότερο από καθετί άλλο στον κόσμο, κ' ενάντια σε τέτοιαν αγάπη, αν άκουε κανείς το λογικό, θα έβλεπε πως θα κατακραύγαζε.

Νειάτα τα λεν αυτά! Είχα κορμί γερό, και πολέμαγα τον πόνο.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν