Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Αχ! κύτταξε τον πόνο μου: Πώς ήθελα να γίνω βομβολαλούσσα μέλισσα και νάρθω στη σπηληά σου, μέσ' στον κισσό σου να χωθώ, στη φτέρη που σ' ησκιώνει. Τώρα τον έρωτα ένοιωσα· σκληρός θεός· λιοντάρι τον βύζαξε, κ' η μάννα του τον έθρεψε στο λόγγο. Βαθυά βαθυά ως τα κόκκαλα με κατακαίει εκείνος. Όσο η ματιά σου είνε γλυκειά, τόσο η καρδιά σου πάγος· αχ! μαυροφρύδα, δέξου με κ' ένα φιλάκι δος μου.

Η Ιζόλδη είναι, βασίλισσα και φαίνεται να ζη ευτυχισμένη. Η Ιζόλδη είναι βασίλισσα και ζη με τον πόνο. Η Ιζόλδη έχει την τρυφερότητα του Βασιληά Μάρκου. Οι βαρώνοι την τιμούν. Και οι άνθρωποι του λαού την αγαπούν. Η Ιζόλδη περνάει την ημέρα της στης πλούσιες ζωγραφιστές αίθουσες της σπαρμένες με άνθη.

Έπειτα ξεσκέπασε λίγο το σώμα, ξαπλώθη κοντά του, δίπλα στο φίλο της, του φίλησε το στόμα και το πρόσωπο, και τον αγκάλιασε σφιχτά. Κορμί με κορμί, στόμα με στόμα, παραδίνει έτσι την ψυχή της, και πεθαίνει κοντά του για τον πόνο του φίλου της.

Εδώ περπατούσαμε, εδώ καθόμαστε πλάι πλάι, κοιμόμαστε, τρώγαμε, αγρυπνούσαμε. Εδώ κατασταλάξανε σ' έναν εξαντλητικό πόνο όλα όσα ζήσαμε κι ονειρευτήκαμε μαζί. Εδώ βούλωσε η γυναίκα μου το μπουκαλάκι με το μόσκο όταν έσβησε πια η τελευταία ελπίδα.

Τρόμαξα μπροστά στη δοκιμή αυτή να ξυπνήσουμε στη ζωή τη νιότη, σα να φοβόμουνα πως αντίς τη νιότη θαπαντούσα κάποιον πόνο, που ήθελα να τον αποφύγω με κάθε τρόπο.

Η πατρίδα τον Βιζυηνού, καθώς και αλλού το παρατήρησα, δεν είναι η τετράπλατη Ελληνική Πολιτεία του Ρήγα, δεν είναι του Σολωμού η «Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα». Είναι η σκλάβα η μητέρα, η δόλια η ρωμιωσύνη, του ραγιά η γεννήτρα. Το πατριωτικό τραγούδι τον Βιζυηνού δεν πινδαρίζει, δε ρωμαντίζει. Ξεφωνίζει και ξεσπά, και σκίζει τα ρούχα του, καθώς λέμε, και ρίχνει ανάθεμα.

Κι’ ο Γιάννος την ερώτησε μ’ απόκρυφην ελπίδα : —Και ποια είσαι εσύ, που δύνεσαι τον πόνο μου να γιάνης Και μ’ εμποδίζεις να ριχτώ στην αγκαλιά του Χάρου; Κι’ απολογιέται η Γύφτισσα και με θυμό του λέγει: — Εγώ είμαι η Πρωτομάγισσα, του Μάγου η θυγατέρα.

Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος• όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη. αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας, οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του, μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50 χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει, η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν. εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55 και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του, και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε, μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων; ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα

'Σάν σας θυμούμαι, Γιάννινα, αχ πώς, πώς να μη κλάψω; Ακόμα ο Γραμματικός κάθεται ξαπλωμένος· Ακόμα δείχν' η όψι του πούνε συλλογισμένος. Αχ! νάξερα τον πόνο σου, Θανάση μου, τον τόσο, Και να μπορούσα ο δύστυχος να σου τον βαλσαμώσω!

Δε βάσταξε να τόνε βλέπη να κλαίη και πάλι τα πόδια να του γλυκοφιλή, επειδή ήτανε παλληκάρι μεγαλόκαρδο κ' ήξερεν από αγάπης πόνο, παρά τούδινε το λόγο του πως θα τόνε ζητήση, από τον πατέρα του και πως θα τόνε φέρη στην πολιτεία δικόνε του σκλάβο κ' εκείνου αγαπητικό.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν