Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Μα η γυναίκα μου μ' ένα σφίξιμο του χεριού μου, όπου αιστάνθηκα όλον τον πόνο της, ξαπολύθηκε από το μπράτσο μου που της είχε αγκαλιασμένη τη μέση και μπλέκοντας τα χέρια της, σε τρόπο που νακουστούνε κυριολεχτικά τα κόκκαλα που τρίξανε, φώναξε: — Πέτε πως υπάρχει ακόμα ελπίδα. Πέτε το.
Πόσαις φοραίς μέσ' 'ςτ' αυλακιού καθόμασταν το φρύδι, Κ' επαίζαμαν με το νερό, πόσαις φοραίς 'ςτά χόρτα Μ' έρριχνε σαν παλαίβαμαν, πόσαις φοραίς 'ς τα δάση Σαν μάτωνε το χέρι μου αυτή μου το φιλούσε!... Κι' αν δάκρυζαν τα μάτια μου κι' αν πόναγα ποτέ μου, Αυτή μ' εσφόγγιζ' ελαφρά, κι' αδερφικά η καϋμένη Με χίλια χάιδια και φιλιά μου πέρναγε τον πόνο. Όμως εγώ δεν άπλωσα ποτέ να την φιλήσω.
'πώσφαξε τον πατέρα του και αυτήν γυναίκα επήρε. και τα γενόμενα οι θεοί 'ς τον κόσμο φανερώσαν, και αυτός με πάθη, 'ς την γλυκειά την Θήβα, των Καδμείων 275 βασίλευε, ως ηθέλησεν η οργή των αθανάτων. και αυτήν εδέχθη ο άσπλαχνος ο θυρωρός, ο Άδης• ότι, 'ς τον άκρον πόνο της, ψηλάθ' από την σκέπη κρεμάσθη με συρτοθηλειά, και άφησ' εκείνου πάθη αμέτρητ', όσα προξενούν η μητρικαίς κατάραις. 280
'Δές τι βαθυά που χώθηκαν οι αδραχτυλίδες μέσα! Το δαμαλάκι διώχνοντας, που κακό ψόφο νάχη, πλήγωσα το ποδάρι μου. Είδες πούνε ταγκάθι; ΚΟΡΥΔΩΝ Τώπιασα με τα νύχια μου· να, κύτταξέ το, Βάττε. ΒΑΤΤΟΣ Πόσο μικρό ταγκύλωμα και πόσο πόνο κάνει! ΚΟΡΥΔΩΝ Μην τρέχης, Βάττε, στο βουνό ξυπόλυτος ποτέ σου, γιατί φυτρώνουν παλουριές κι ασπαλωθιές κι αγκάθια.
Μα όταν στο τέλος ένοιωσεν ο μαύρος τους αθλίους του γάμους, τον πόνο του δε βάσταξε και στη μανία της καρδιάς του διπλά έκαμε κακά· με το πατρόκτονό του χέρι τα μάτια του έχυσε σπηρουνιαστά.
«Άιντε, μωρ' πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ! Και πέρασαν ένας ένας και φίλησαν αραδαριά το Γεροκαλαμένιο 'ςτ' ασπρόμαλλο κεφάλι, λέγοντάς του μ' εγκαρδιακό πόνο και με τρυφερό καϋμό, που τον έδειχναν ολοφάνερα τα βουρκωμένα μάτια κ' η χαρούμενη μορφή τους: — Γιέμε βλέζερ, μωρέ πλιακ, λέτε γιέμε νγκα ντου μπέσ', — ε λένε θόνε τσε ντούαν γκόλιλιτε βρομέψουρα τα χασ μεβέ.
Ενώ το αμάξι έτρεχε στους δρόμους, μιλούσα με τον εαυτό μου άφωνα κ' έκλαιγα από χαρά και πόνο: «Είναι τόσο ωραίο να τονέ θυμάται και να μου το λέη ένας άνθρωπος που τον πήγε μόνο με το αμάξι. Και να πεθάνη αυτός; Υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά που ζουν. Γιατί πρέπει να πεθάνη το δικό μου;» Ποτέ δεν έτρεξα με το αμάξι τόσο γλήγορα και ποτέ δε μου φάνηκε μακρήτερος ο δρόμος.
Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί.
Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είνε άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια. Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς του έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη.
Η έννοια αυτή την έτρωγε την Ταρσίτσα και της έκοβε τον ύπνο και την ανάπαψη. Δεν ήτανε τρελή η Ταρσίτσα. Τον πόνο της δεν τον έλεγε στον κόσμο, σαν τους άλλους τους τρελλούς. Και μέσα στο σπίτι ακόμα λίγοι ξέρανε το μυστικό της, «Αυτή την πετριά έχει η κακομοίρα, έλεγε η ψυχοκόρη της η Αννίτσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν